Από μικρή είχα την τάση να δίνω μια υπεραξία στις πρωτιές και στα φινάλε. Ίσως επειδή με συγκλονίζει αυτό το αδιάκοπο πέρασμα του χρόνου που τα «χωνεύει» όλα και κάπως σαν να τα ισοπεδώνει, έχω την ανάγκη να βάζω μόνη μου τελείες, παύσεις και θαυμαστικά για να αφομοιώσω και να χορτάσω τις στιγμές. Κι ενώ οι πρωτιές έχουν πάντα ενθουσιασμό και χαρά για το καινούργιο, την αρχή, την (ψευδ)αίσθηση ότι ο χρόνος είναι όλος μπροστά μου, σε κάθε τέλος, ακόμα και σε όσα έχω προκαλέσει εγώ ή σηματοδοτούν την αρχή για κάτι νέο που ανυπομονούσα να ξεκινήσει, η γεύση που μου μένει είναι πάντα γλυκόπικρη. Κι αυτό γιατί το τέλος το συνοδεύει πάντα ένας απολογισμός, που ακόμα κι αν είναι θετικός, εμπεριέχει μία συγκίνηση για ό,τι πέρασε και δεν θα ξαναέρθει και για το τί αφήνει πίσω του.
Συνειδητό απολογισμό στο τέλος του χρόνου δεν κάνω. Η δική μου πρωτοχρονιά είναι η 1η Σεπτεμβρίου, κατάλοιπο μάλλον των σχολικών μου χρόνων. Τότε βάζω τους νέους μου στόχους, στην παραλία καταστρώνω τα πλάνα μου. Υπάρχει όμως μια στιγμή την παραμονή της πρωτοχρονιάς που φέτος κατάλαβα ότι είναι σταθερά επαναλαμβανόμενη και περίεργα φορτισμένη. Είναι ο τελευταίος καφές της χρονιάς, που τον πίνω πάντα μόνη μου, αργά το απόγευμα, στο ίδιο πάντα σημείο στο τραπέζι της κουζίνας. #more