Posted In #JustSaying

Ο τελευταίος καφές της χρονιάς

Hara Chryssikopoulou-Kessaris | 06/01/2017

Από μικρή είχα την τάση να δίνω μια υπεραξία στις πρωτιές και στα φινάλε. Ίσως επειδή με συγκλονίζει αυτό το αδιάκοπο πέρασμα του χρόνου που τα «χωνεύει» όλα και κάπως σαν να τα ισοπεδώνει, έχω την ανάγκη να βάζω μόνη μου τελείες, παύσεις και θαυμαστικά για να αφομοιώσω και να χορτάσω τις στιγμές. Κι ενώ οι πρωτιές έχουν πάντα ενθουσιασμό και χαρά για το καινούργιο, την αρχή, την (ψευδ)αίσθηση ότι ο χρόνος είναι όλος μπροστά μου, σε κάθε τέλος, ακόμα και σε όσα έχω προκαλέσει εγώ ή σηματοδοτούν την αρχή για κάτι νέο που ανυπομονούσα να ξεκινήσει, η γεύση που μου μένει είναι πάντα γλυκόπικρη. Κι αυτό γιατί το τέλος το συνοδεύει πάντα ένας απολογισμός, που ακόμα κι αν είναι θετικός, εμπεριέχει μία συγκίνηση για ό,τι πέρασε και δεν θα ξαναέρθει και για το τί αφήνει πίσω του.

Συνειδητό απολογισμό στο τέλος του χρόνου δεν κάνω. Η δική μου πρωτοχρονιά είναι η 1η Σεπτεμβρίου, κατάλοιπο μάλλον των σχολικών μου χρόνων. Τότε βάζω τους νέους μου στόχους, στην παραλία καταστρώνω τα πλάνα μου. Υπάρχει όμως μια στιγμή την παραμονή της πρωτοχρονιάς που φέτος κατάλαβα ότι είναι σταθερά επαναλαμβανόμενη και περίεργα φορτισμένη. Είναι ο τελευταίος καφές της χρονιάς, που τον πίνω πάντα μόνη μου, αργά το απόγευμα, στο ίδιο πάντα σημείο στο τραπέζι της κουζίνας.

Είναι η ώρα που έχω τελειώσει τις μαγειρικές προετοιμασίες για το οικογενειακό τραπέζι της επομένης, που λόγω της ονομαστικής εορτής του άντρα μου γίνεται πάντα σπίτι μας, έχω βάλει στον φούρνο την γιγάντια βασιλόπιτά μου (32 κομμάτια είναι το ρεκόρ των συμμετοχών), έχω φτιάξει φρέσκο αρωματικό καφέ και έχω καθίσει νοικοκυρά-υπερδύναμη με μπούκλα και νύχι στην εντέλεια στην αγαπημένη γωνίτσα μου στην άκρη του τραπεζιού με χαρτί και μολύβι για να κάνω την «ταξιθεσία» των καλεσμένων μας. Το σπίτι είναι στολισμένο, τα τραπέζια μου στρωμένα στην εντέλεια με τα «καλά» τους, τα παιδιά πηγαινοέρχονται χαχανίζοντας βουτηγμένα στον ενθουσιασμό για την πολυαναμενόμενη έλευση του Αϊ Βασίλη κι εγώ τους φωνάζω να εξαφανιστούν απ’ το σαλόνι γιατί αν μου σπάσουν τα καλά ποτήρια θα τα αντικαταστήσω απ’ τον κουμπαρά τους (τσακώνονται κι όλας γιατί η μικρή θέλει να αφήσει στο τζάκι για κέρασμα μέχρι και τις γόμες της κι ο μεγάλος την επιπλήττει ότι θα γίνουν ρεζίλι στον Santa), τα τηλέφωνα χτυπάνε ασταμάτητα κι είναι τα αδέρφια μας που ρωτάνε τι ώρα να έρθουν αύριο και η μαμά μου που θέλει να μου περιγράψει λεπτομερώς τί σκοπεύει να φορέσει κι εγώ βαριέμαι και απαντάω ό,τι να’ ναι και θυμώνει και μου το κλείνει και την ξαναπαίρνω να της πω ότι την αγαπώ περισσότερο απ’ όλους και ό,τι και να βάλει είναι μία κούκλα, ο Βασίλης επιστρέφει από το μαγαζί με ένα τεράστιο χαμόγελο παρά την κούρασή του φορτωμένος με ρόδια και κρεμμύδες για τα ποδαρικά και μου μαγαρίζει ό,τι βρει έτοιμο στον πάγκο της κουζίνας και τον μαλώνω δήθεν τάχα μου γιατί είναι για αύριο αλλά από μέσα μου κάνω πάρτι που τα πέτυχα πάλι όλα.

Σ’ αυτή λοιπόν τη γωνίτσα του τραπεζιού, αυτή την τόσο μικρή και φαινομενικά ασήμαντη στιγμή του χρόνου, κάνω, κατά λάθος, τις πιο μεγάλες σκέψεις.

Σκέφτομαι πόσο ευγνώμων είμαι για όλα τα καλά που έχουμε και φέτος σε τόση αφθονία και πόση περηφάνια και ανακούφιση νιώθω που κατάφερα τελικά να κάνω και το δικό μου σπίτι να μυρίζει όπως κάποτε το πατρικό μου τέτοια μέρα, μια αγωνία που είχα για χρόνια και ιδιαίτερα όταν ήμουν έγκυος στο πρώτο μου παιδί.

Σκέφτομαι πόσο έχω μεγαλώσει από τότε που το μόνο που είχα να κάνω την παραμονή της πρωτοχρονιάς ήταν να μιλάω στο τηλέφωνο με τις συμμαθήτριες και να γκρινιάζουμε παρέα για τις θείες που θα μας κουβαληθούν πάλι και για τους γονείς μας που δεν μας αφήνουν να βγούμε μετά την αλλαγή ενώ είμαστε πια αρκετά μεγάλες. Σκέφτομαι πόσο έχω αλλάξει από τότε και πώς έχει κυλήσει τόση πολλή «ζωή» στο μεταξύ, χωρίς καλά καλά να το καταλάβω. Με καμαρώνω για όσα κατάφερα και, παραδόξως, μου δίνω και προσωρινό συγχωροχάρτι για όσα δεν κατάφερα. Γιατί συνήθως είμαι πολύ αυστηρή με τον εαυτό μου και ψυχαναγκαστική με το πώς πρέπει ή θέλω να γίνονται τα πράγματα. Όταν όμως κοιτάζω γύρω μου αυτό το συγκεκριμένο απόγευμα και βλέπω τόση ζεστασιά και ευλογία, λέω, δεν πειράζει, μια χαρά είναι όλα, ίσως τελικά να είναι και καλύτερα έτσι παρά όπως τα σχεδίαζα, και για όσα δεν είναι, είμαι ευτυχώς ακόμα εδώ για να τα διορθώσω.

Σκέφτομαι πόσο διαφορετική και λίγο μαγική πρέπει να μοιάζει η ζωή μας μέσα από τα μάτια των παιδιών μου και πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη αλλά και το προνόμιο που έχω να φτιάχνω για εκείνα όμορφες και χαρούμενες παιδικές αναμνήσεις για να τα συντροφεύουν στο μέλλον, όπως με συντροφεύουν οι δικές μου σε κάθε μου βήμα.

Σκέφτομαι πόσο αγαπώ αυτόν τον άντρα που αύριο γιορτάζει, που κάποτε, όχι πολύ παλιά, ήταν ένας άγνωστος για μένα και τώρα είναι η μισή μου ζωή, τόσο γνώριμος και οικείος όσο τα παιδιά μας, πόσο τυχερή στάθηκα που οι δρόμοι μας συναντήθηκαν και πόσο σοφή και δυνατή που στα δύσκολά μας δεν τα τίναξα όλα στον αέρα, όπως θα είχε κάνει κάποτε ο πιο ανώριμος, απόλυτος εαυτός μου.

Κι όπως τακτοποιώ τους συγγενείς στα τραπέζια, μετράω προσθήκες και απώλειες. Ποιοί προστέθηκαν φέτος και ποιοί θα λείπουν. Τα ανίψια που μεγάλωσαν και θα έχουν κανονική θέση στο γεύμα, τα μωρά μας που θα κλέψουν την παράσταση μπουσουλώντας και σκαρφαλώνοντας από αγκαλιά σε αγκαλιά, την εγκυμονούσα αδερφή μου που μήπως πρέπει να της έχω ένα μη αλκοολούχο welcome drink, μπα, δε βαριέσαι, ας πιει ένα ποτηράκι μέρα που είναι, δεν πειράζει. Πώς ζυμώθηκαν φέτος οι σχέσεις με τους δικούς μας ανθρώπους, τι άλλαξε, τι ωρίμασε, τι έχει βελτιωθεί και τι μας δοκιμάζει. Αν ήμουν καλή κόρη, αδερφή, ξαδέρφη, ανιψιά, νύφη, κουνιάδα, θεία και νονά και τι εισέπραξα κι εγώ από τους άλλους. Τί συγχώρησα, τί μου συγχωρέθηκε, κι αν συγχωρώ τον εαυτό μου για όσα δεν θέλησα ή δεν μπόρεσα να συγχωρήσω. Και κάπου εκεί ασυναίσθητα κάνω και το σταυρό μου, για όλους όσοι είμαστε παρόντες και γεροί, με όλα μας τα ανθρώπινα ελαττώματα, αλλά και για εκείνους που δεν μπορούμε πια να τους τηλεφωνήσουμε τα μεσάνυχτα για τα χρόνια πολλά αλλά θα ευχηθούμε από μέσα μας να είναι καλά εκεί που είναι και να μας προσέχουν.

Άντε, λοιπόν, πάμε γερά για τον επόμενο τελευταίο καφέ, καλή χρονιά να έχουμε όλοι και, κυρίως, καλή φώτιση.