Μεγαλώνοντας, ανακαλύπτω ότι γίνομαι ολοένα και πιο επιεικής με τους ανθρώπους, κυρίως, επειδή αντιλαμβάνομαι καλύτερα τη μοναδικότητα της ζωής του καθενός και το συνεπαγόμενο δικαίωμά του να τη ζήσει όπως γουστάρει. Πολλές από τις συμβάσεις που μου είχαν επιβληθεί σε νεαρότερη ηλικία από τους γονείς, τους δασκάλους, τη θρησκεία μου, πλέον αισθάνομαι την υποχρέωση να τις επαναδιαπραγματεύομαι, στο πλαίσιο της αναζήτησής μου για τον αληθινό εαυτό και τις πραγματικές επιθυμίες μου σε αυτό το μοναδικό και ανεπανάληπτο ταξίδι (ού γαρ έρχεται μόνον…). Μαθαίνω πια να αγαπώ χωρίς τυπικές προϋποθέσεις τους ανθρώπους που έχω επιλέξει να έχω γύρω μου και κατ’ επέκταση οποιονδήποτε δεν βλάπτει σκοπίμως τους άλλους. Να χαίρομαι με την προσωπική τους ευτυχία χωρίς να με ενδιαφέρει το φύλο, η καταγωγή, η θρησκεία ή η ηλικία του συντρόφου τους, να τους συμπονώ για κάθε απώλεια και να σέβομαι το πώς διαχειρίζονται το πένθος τους ασχέτως του τί χρώμα ρούχα φορούν κι αν θα εμφανιστούν σε κοινωνικές εκδηλώσεις προτού παρέλθουν οι 40 μέρες, να τους επιτρέπω να πιστεύουν στον Θεό κι ας τρώνε την Μ. Παρασκευή λουκάνικα, να λυπάμαι για κάθε προσπάθειά τους που αποτυγχάνει ασχέτως του πόσες επιτυχημένες προηγήθηκαν ή έπονται, για κάθε προσδοκία τους που ματαιώνεται ασχέτως του πόσο «πλήρεις» μπορεί να είναι κατά τα λοιπά σε σχέση με εμένα ή τον γενικό πληθυσμό.
Ο κόσμος, όμως, γύρω μου αισθάνομαι ότι ακολουθεί αντίστροφη πορεία και δεν χάνει ευκαιρία να κατακρίνει και να ενοχοποιεί τον διπλανό του, κυριολεκτικά για το οτιδήποτε. Και μάλιστα, επειδή ο κόσμος γύρω μου δεν είναι συνολικά ηλίθιος, πράγμα που σε ένα γενικότερο πλαίσιο μπορεί να θεωρηθεί καλό νέο, το κάνει πλέον με ιδιαίτερα ύπουλους τρόπους, έτσι ώστε να το νιώσεις το «μπατσάκι» αλλά να δυσκολεύεσαι να καταλάβεις από πού ακριβώς σου ήρθε. Ο χειρότερος από αυτούς αποφάσισα ότι είναι η φράση «Μη μιλάς εσύ, υπάρχουν πολύ χειρότερα» και οι παραλλαγές της. Κι αυτό, γιατί επί της ουσίας είναι εξόχως επιθετική και αποτελεί ένα κανονικότατο bullying που ενδύεται τον απατηλό μανδύα της παρηγοριάς προς τον φίλο που εκθέτει το όποιο πρόβλημά του, παραπέμποντας στο δημοφιλές αλλά ψευδές ρητό «το μη χείρον βέλτιστον» (αφού προφανώς το μη χείρον είναι απλώς βέλτιον κι όχι βέλτιστον), στην ηθική επιταγή να συμπάσχουμε με κάθε αναξιοπαθούντα αλλά και στη θρησκευτική επιταγή να μην είμαστε αχάριστοι για όσα μας έχει δώσει ο Θεός, που εμπεριέχει και ολίγο από απειλή ότι σε αντίθετη περίπτωση ο Θεός θα μας κάψει, για να μάθουμε να μην είμαστε μουλάρια.
Κλαίει γοερά το μωρό σου όλη νύχτα και σου ‘χουν σπάσει τα νεύρα από την αϋπνία; Να βλέπεις την Ελένη που δεν μπορεί να κάνει παιδιά. Σου πέφτουν τα μαλλιά από το στρες και σου ’χουν μείνει τα μισά; Να βλέπεις τη Μαρία που της έπεσαν όλα από τις χημειοθεραπείες. Μειώθηκε ο μισθός σου τόσο που πλέον με το ζόρι βγάζεις το νοίκι; Να βλέπεις τον Ανδρέα που είναι 2 χρόνια άνεργος. Έπαθες ζημιά στη μέση σου και θα κουτσαίνεις εσαεί; Να βλέπεις τον Άγγελο που του λείπει ένα πόδι. Σε κερατώνει ο άντρας σου; Να βλέπεις την Αγγελική που τη δέρνει ο δικός της. Σου έχει κάνει τη ζωή ποδήλατο η έφηβη κόρη σου; Να βλέπεις τη Λυδία που έχασε τη δική της σε αυτοκινητιστικό.
Έχοντας σιχαθεί πλέον να ακούω παντού ένα «υπάρχουν πολύ χειρότερα», θα ήθελα να πω σε όσους το ’χουν κάνει καραμέλα και νομίζουν ότι επιτελούν και κοινωνικό έργο, ότι η φράση αυτή έχει θεραπευτική αξία μόνο όταν την ξεστομίζει ο καθένας μας για τον εαυτό του στον χρονισμό και με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμεί. Είναι, δηλαδή, μια μέθοδος αυτοπαρηγοριάς και μόνο. Στο στόμα οποιουδήποτε τρίτου, συνιστά συναισθηματική κακοποίηση για όποιον την εισπράττει. Και κατά την εμπειρία μου αυτοί που θα σπεύσουν να σου την πετάξουν στα μούτρα τη στιγμή που εσύ τους ανοίγεις την καρδιά σου για να μοιραστείς το πρόβλημά σου ή να ζητήσεις, αφελώς, τη συμβουλή τους είναι ως επί το πλείστον άνθρωποι που δεν σε αγαπούν. Μπορεί να είναι άνθρωποι που σε καλούν να αναλογιστείς όλα όσα έχεις, γιατί στην πραγματικότητα είναι οι ίδιοι που σου τα έχουν καταμετρήσει λεπτομερώς και σε φθονούν γι’ αυτά, μπορεί να είναι κάποιοι που προσπαθούν να γεμίσουν το άδειο ή το λίγο τους παριστάνοντας τους Θεούληδες και δασκαλεύοντας όποιον τους κάτσει για τις μεγάλες αλήθειες της ζωής, μπορεί να είναι όσοι έχουν επαναπαυτεί σε προβληματικές καταστάσεις και χρησιμοποιούν τέτοιου είδους επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν τους δικούς τους συμβιβασμούς ή μπορεί να είναι και άνθρωποι που κατά βάθος σε αγαπούν αλλά τη δεδομένη στιγμή έχουν τα νεύρα τους ή τους έχεις αφόρητα κουράσει με τη γκρίνια σου και έχουν βρει το κόλπο αυτό για να σε κάνουν να το βουλώσεις.
Και στην τελευταία περίπτωση έχουμε το μεγαλύτερο πρόβλημα γιατί αντίθετα με όσους ανήκουν στις άλλες κατηγορίες, που μπορείς να τους διαγράψεις και να μην σου στοιχίσει τίποτα, εδώ ανήκουν οι άνθρωποι που αγαπάς και σε αγαπούν, και που από απερισκεψία ή κεκτημένη ταχύτητα (ή ηλιθιότητα, εσύ τους ξέρεις καλύτερα) σε αντιμετωπίζουν με αφοριστικό και καταπιεστικό τρόπο, αγνοώντας την επιλογή να σου πουν ευθέως ότι τους έχεις φάει τα συκώτια με τη μίρλα σου και προσπαθώντας αντ’ αυτού να σε πείσουν ότι συγκριτικά με άλλα σοβαρότερα προβλήματα το δικό σου είτε δεν είναι πραγματικό είτε δεν είναι αξιόλογο, λούζοντάς σε παράλληλα και με έναν κουβά ενοχικές ακαθαρσίες για τη δήθεν αχαριστία σου.
Κι αν τυχόν έχεις μασήσει ότι από σεβασμό προς τους βασανισμένους αυτής της γης δεν επιτρέπεται να παραπονιέσαι για τίποτα, εκτός αν έρθει μια κατραπακιά και σ’ εσένα και αυτομάτως προαχθείς στην ελίτ των δικαίως διαμαρτυρομένων, θέλω να θυμηθείς τις φορές που έχεις ακούσει εσύ αυτή τη φράση και να μου πεις: Πόσες φορές σου την είπε κάποιος από εκείνους που πραγματικά ζουν τα χειρότερα; Πιθανόν και καμία. Γιατί όποιος πραγματικά δοκιμάζεται, έχει τελείως διαφορετική οπτική γωνία για τη ζωή, το νόημα και την αξία της. Κι αυτό είναι κάτι που δυστυχώς εμένα μου το δίδαξαν οι φίλες μου.
Η Στέλλα ας πούμε (που δεν γιόρταζε προχθές γιατί δεν τη λένε πραγματικά Στέλλα), έχει δύο μικρά παιδιά, ο πατέρας των οποίων χάθηκε στα 43 του, έχοντας παλέψει για έναν χρόνο με τον όγκο που εμφανίστηκε μια παραμονή Πρωτοχρονιάς στο κεφάλι του. Για ένα διάστημα κανένα μέλος της παρέας μας δεν άνοιγε στις συναντήσεις με τη Στέλλα άλλα θέματα, αφού όλα έμοιαζαν γελοία μπροστά στη δική της τραγωδία. Μέχρι που μια μέρα εκείνη μας αποκάλυψε ότι οι καφέδες μας της είχαν γίνει ανυπόφοροι. Αισθανόταν ότι η παρουσία της και μόνο μας ενοχοποιούσε για όσα υποδεέστερα μπορεί να μας απασχολούσαν, ενώ η ίδια είχε ανάγκη να ακούει για τα δικά μας, καταρχήν γιατί ήταν ζωτικής σημασίας για να μην τρελαθεί το να μπορέσει να διατηρήσει μία κάποια κανονικότητα στην καθημερινότητά της και επίσης γιατί έψαχνε την ευκαιρία να μοιραστεί μαζί μας τη νεοαποκτηθείσα σοφία της, σύμφωνα με την οποία δεν έπρεπε κανείς μας να συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο από αυτό που επιθυμεί, γιατί η ζωή είναι απρόβλεπτη και πρέπει να προλάβουμε να χωρέσουμε μέσα όσο περισσότερα καλά μπορούμε, προτού έρθει η ώρα να πατήσει σε κάποιον το stop.
Η Βασιλική πάλι (που επίσης δεν γιορτάζει την πρωτοχρονιά), είναι επαγγελματίας μουσικός και παίζει όμποε σε διάφορες ορχήστρες. Δεν έγινε μητέρα από συνειδητή επιλογή γιατί δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει τις συχνές περιοδείες της στην Ελλάδα και το εξωτερικό, που αποτελούν τη μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή της και είναι σχεδόν συνυφασμένες με την προσωπικότητά της. Πριν από λίγα χρόνια η Βασιλική διαγνώστηκε με κακοήθη όγκο στον θώρακα, υποβλήθηκε σε βαριές θεραπείες και, ενώ ήταν τυχερή και ο όγκος εξαφανίστηκε, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την ίασή της δεν μπορούσε να παίξει όμποε. Κάθε φορά που της τηλεφωνούσα τη ρωτούσα τα αυτονόητα. Πώς πήγαιναν οι θεραπείες, αν είχε συμπτώματα που την ταλαιπωρούσαν, τι έλεγαν οι γιατροί και αργότερα πανηγύριζα για τα καλά αποτελέσματα και θαύμαζα το πόσο της πήγαιναν τελικά τα κοντά μαλλιά. Ποτέ δεν τη ρώτησα αν της έλειπε η δουλειά της, τα ταξίδια της, αν της έτρωγε τα σωθικά η ζήλεια στις συναυλίες που παρακολουθούσε σαν ακροατής, αν φοβόταν ότι μπορεί να μην ξαναέπαιζε ποτέ. Μέχρι που ήρθε η ώρα να επιστρέψει στη μουσική της και είδα κυριολεκτικά να ανασταίνεται από έναν κόσμο νεκροζώντανων η παλιά Βασιλική. Που ζούσε και πριν την επιστροφή της, αλλά όχι εντελώς. Χαμογελούσε και στις φωτογραφίες πριν από αυτές που έβγαλε στο πρώτο της ταξίδι με την ορχήστρα μετά τον καρκίνο, αλλά όχι εντελώς. Και κάποια στιγμή μου αποκάλυψε ότι, λόγω της δικής μου αγωνίας για τη ζωή της, είχα αφήσει χώρο μεταξύ μας μόνο για όνειρα επιβίωσης και άθελά μου την είχα πείσει ότι τόσα μόνο επιτρεπόταν να ζητήσει από τον Θεό, αγνοώντας ότι εκείνη δεν ήθελε απλώς να ζήσει αλλά να ζήσει όπως ήθελε.
Τέλος, η φίλη μου η Αφροδίτη, μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και καλλιεργημένη γυναίκα, γενναιόδωρη, γεμάτη κέφι για ζωή και κατά δική της ομολογία μία αθεράπευτη νάρκισσος που δεν παραλείπει να τροφοδοτεί κάθε εβδομάδα το προφίλ της στο facebook με νέες selfies που χαίρουν του απεριόριστου θαυμασμού των διαδικτυακών φίλων της, πρόσφατα ολοκλήρωσε με επιτυχία τις θεραπείες της για το πρόβλημα που της παρουσιάστηκε στο στήθος. Η Αφροδίτη λοιπόν επέλεξε να μην θυματοποιηθεί ούτε για μία μέρα. Έτρεμε στην ιδέα ότι θα τη χρησιμοποιούσε κάποιος σαν παράδειγμα για τα «χειρότερα». Κάθε μέρα ανέβαιναν νέες φωτογραφίες στη σελίδα της, με τόση τέχνη που κανείς δεν αντιλήφθηκε ούτε την περούκα ούτε το φωτομοντάζ σε φρύδια και βλεφαρίδες ούτε την αγωνία ούτε τον θυμό ούτε τίποτα. Εγώ που ήξερα, το μόνο που έβλεπα πάνω της ήταν ένα ανεξάντλητο “bring it on”, που νομίζω ότι με έχει εμπνεύσει για πάντα. Το είδα στην πρώτη της βόλτα με την περούκα που καμάρωνε κυριολεκτικά γιατί κανείς δεν κατάλαβε ότι τη φορούσε, στο πώς ξεκαρδιζόταν με το ανεμοδαρμένο κόκκινο φουλάρι της στη Μύκονο που δεν έλεγε να κάτσει στη θέση του να καλύψει τα «θέματα» στο ντεκολτέ, το έβλεπα στο δωμάτιο του νοσοκομείου όπου έκανε τις χημειοθεραπείες της, στο οποίο μας καλούσε κάθε φορά για καφέ και κουτσομπολιό, φορώντας κόκκινα μεταξωτά πουκάμισα και με μουσική υπόκρουση τα άπαντα του Ρέμου, αλλά και στα μηνύματα που μου έστελνε για να μάθει τις εξελίξεις για τα -εννοείται γελοία συγκριτικά με τα δικά της- θέματα στα οποία πελαγοδρομούσα εγώ.
Επειδή, λοιπόν, έχω πλέον μια καλύτερη εικόνα για το τι σημαίνουν «τα χειρότερα» και το πόσο έχει διαστρεβλωθεί το μάθημα που μπορούμε και οφείλουμε να πάρουμε από αυτά, αρνούμαι πια να υποκύπτω σε αυτή τη φράση, που εκτός που μας καταπιέζει όλους αφόρητα, κοντεύει να μας οδηγήσει και σε ομαδική κατάθλιψη, διότι πώς αλλιώς λέγεται το να βγαίνουμε να πιούμε έναν καφέ και να συζητάμε δύο ώρες για τα δράματα γνωστών και φίλων, καταλήγοντας στο καταπληκτικά αισιόδοξο «ας κάνουμε τον σταυρό μας γιατί ποιος ξέρει τί θα μας έρθει στο μέλλον».
Μη μασάς! Μην τους αφήνεις να σε φυλακίζουν στη μιζέρια, τους φόβους και τις ενοχές τους. Βεβαίως υπάρχουν χειρότερα, όπως υπάρχουν και πολύ καλύτερα, και κανείς δεν πήγε μακριά κοιτώντας προς τα κάτω. Να κοιτάς ψηλά. Αυτή είναι η υποχρέωση που έχεις ειδικά όταν η ζωή σου έχει φερθεί καλά. Να αξιοποιήσεις αυτό το μοναδικό δώρο. Να μην επιτρέπεις σε κανέναν να σε ενοχοποιεί για τις χαρές, τους στόχους, τα όνειρά σου. Συνέχισε να κυνηγάς την τέλεια σχέση σε μία κοινωνία που οι προσωπικές σχέσεις δοκιμάζονται όσο ποτέ άλλοτε. Τη δημιουργία και την επιτυχία σε μία χώρα που οι ευκαιρίες είναι άνισες αλλά δεν φταις εσύ γι’ αυτό. Την ομορφιά, την αρμονία, τη λεπτομέρεια, την υψηλή αισθητική μέσα στην προχειρότητα και την ασχήμια. Να διεκδικείς καθημερινά το καλύτερο, το περισσότερο, το μεγαλύτερο. Αγνόησε όποιον αρκείται να χαίρεται για τις δυστυχίες που δεν τον βρήκαν και συνέχισε να κυνηγάς την προσωπική σου ευτυχία. Δεν λέγεται αχαριστία αυτό, όσο και να προσπαθούν να σε πείσουν για το αντίθετο. Λέγεται αγάπη για τη ζωή.