Κάθε Σεπτέμβριο τα τελευταία χρόνια, παρά την εκκωφαντική φασαρία που δημιουργεί στο κεφάλι μου η έναρξη της σχολικής χρονιάς και η προσαρμογή στα νέα προγράμματα των παιδιών, κι ενώ το μυαλό μου υπολειτουργεί λόγω της απότομης μείωσης ύπνου από τα επίπεδα του Αυγούστου, στο background καταφέρνουν και φτάνουν πληροφορίες για τις Νύχτες Πρεμιέρας. Τόσες, που φέτος μου δημιουργήθηκε ένα FOMO (fear of missing out), παρότι σινεφίλ του τύπου «τα βλέπω όλα κι όσο πιο κουλά τόσο πιο καλά», δεν με λες.
Ανοίγοντας το site τους για να βρω ταινία κατάλληλη για το ντεμπούτο μου στο event, ανάμεσα σε διάφορα «άγνωστα θέματα», το βλέμμα μου τράβηξε «Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη», η γνωστή (είναι όντως γνωστή, κάνε ότι τη θυμάσαι μην εκτεθείς όπως εγώ) ταινία των 70s που έκανε τεράστια φίρμα τον David Bowie. Ίσως λόγω της αγάπης μου για τον Bowie ίσως και γιατί πόσο μάπα θα μπορούσε να είναι μια ταινία που έκανε σουξέ στα 70s που γέννησαν τόσα άλλα σουξέ, όπως ας πούμε τον Ταξιτζή, το Πυρετός το Σαββατόβραδο, Κράμερ εναντίον Κράμερ, τον Νονό 1, τον Νονό 2, το Muppet movie βρε αδερφέ.
Το πανηγύρι άρχισε όταν την άλλη μέρα πήρα τηλέφωνο στο σινεμά να κλείσω εισιτήρια, κυρίως για να μην το μετανιώσω, και με άκουσα να λέω ότι θέλω 2 εισιτήρια «γι’ αυτό με τον Bowie που έπεσε στη Γη». Όχι ότι η υπάλληλος δεν κατάλαβε αλλά με έπιασαν τα γέλια και νόμιζε ότι της κάνουν φάρσα, οπότε και έγινε ιδιαιτέρως σοβαρή, επισημαίνοντάς μου ότι έχουν μείνει ελάχιστες θέσεις και θα πρέπει να προπληρώσω με πιστωτική, το οποίο και έκανα προς μεγάλη της έκπληξη. Έκλεισα το τηλέφωνο νιώθοντας μισό γελοία μισό ubercool και πήρα την αδερφή μου να της τάξω διάφορα για να με συνοδεύσει, η οποία συγκλονισμένη από τη σύμπτωση ότι το έργο αφορά έναν εξωγήινο που ήρθε στη Γη να βρει νερό, την ίδια μέρα που η NASA ανακοίνωσε ότι βρέθηκε νερό στον Άρη, δέχτηκε με χαρά, θεωρώντας ότι το έργο έπαιζε πια και στην κατηγορία ντοκιμαντέρ και θα της έδινε και άφθονη τροφή για witty αναρτήσεις στα social media.
Φτάνω το βράδυ στο σινεμά τρέχοντας με την ψυχή στο στόμα στην άδεια Ακαδημίας, αφού με έδιωξαν από 4 parking στη σειρά γιατί έκλειναν νωρίς (για το Θεό, άνθρωποι, ειδικά εσείς στα υπόγεια τα στριφογυριστά βάλτε μια φωτεινή ρεκλάμα απ’έξω με το ωράριο), και βλέπω ένα πολύχρωμο λεφούσι στο απέναντι πεζοδρόμιο. Οι λεγόμενοι hipsters της πόλης, πρέπει να ήταν όλοι εκεί, ντυμένοι ομαδικά στο θέμα «Οι 4 εποχές». Τι σορτσάκια αθλητικά με φλούο δαντελωτά κολάν από κάτω, τι καμπαρντίνες κατασκοπευτικές πάνω από ποδηλατικά, τι λουλουδάτες μίνι φούστες με τιράντες (αυτό το συγκεκριμένο δεν ήξερα καν ότι υπάρχει στην αγορά), τι αγόρια με βερμούδες, σκαρπίνια, κάλτσες κοντές και παπιγιόν (μαζί αυτά, στον ίδιο άνθρωπο) και το πιο εντυπωσιακό, φίλες πιασμένες χέρι-χέρι η μία με αμφίεση παραλίας, η άλλη μαυροντυμένη με άρβυλα ορειβασίας. Με μάτια ανοιγμένα διάπλατα σαν 3χρονο στο λούνα-παρκ κοιτάω κάτω να θυμηθώ τι φοράω. Τζιν, All Stars, άσπρο t-shirt. Μπαααχ… Πιο βαρετή πεθαίνεις. Απορώ πώς με είδανε στο bar, πώς δε με πέρασαν για τραπεζάκι. Φορτώνω προμήθειες ποπ-κορν, νάτσος κλπ, μπαίνω στην ομολογουμένως τεράστια αίθουσα και δεν μπορώ να πιστέψω πόσο ασφυκτικά γεμάτη είναι. Δευτέρα βράδυ, στην άδεια Αθήνα, στην ταινία των 70s. Χριστέ μου, σκέφτομαι, αυτό είναι, πέτυχα αριστούργημα.
Λάθος. Πρόκειται για δήθεν ταινία επιστημονικής φαντασίας, τόσο παρανοημένη που αυτό που τελικά καταγράφηκε στη μνήμη μου είναι μία κανονική φαρσοκωμωδία και το πουλί του Bowie. Το οποίο ήταν κανονικότατο, δηλαδή ούτε εκεί έχουμε κάποια υπερπαραγωγή.
Το story αφορά τον David Bowie (αλλιώς τον έλεγαν, δεν θυμάμαι πώς), που είναι σεξωγήινος (περισσότερο σέξυ, λιγότερο εξωγήινος) και πέφτει από τον ουρανό κάπου στο Νιου Μέξικο, να βρει νεράκι για να το πάει στον πλανήτη του, όπου αργοπεθαίνουν από λειψυδρία η σύζυγος και τα παιδάκια του. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Bowie αποκάλυψε αργότερα σε συνεντεύξεις του πως όταν γύριζε το έργο έπαιρνε 10gr κοκαΐνη την ημέρα, δεν κατάλαβε ποτέ τί γύριζε (μάλλον νόμιζε ότι βλέπει εξωγήινους απ’το χάι του) και βασικά έπαιζε τον ναρκομανή εαυτό του. Αυτό, για όσους σπεύσουν να μας πουν ότι το τρομαγμένο βλέμμα του τρελού οφείλεται στο ανυπέρβλητο υποκριτικό του ταλέντο.
Παραδόξως η εξωγήινη οικογένειά του δεν είναι γυμνή με τρία μάτια και ουρά αλλά φοράει κατάλευκα σκάφανδρα με αναπνευστήρες, τους λες και τρόφιμους του Δρομοκαΐτιου του Άρη.
Το σπίτι τους είναι ένα τρενάκι σε σχήμα κεφαλοτύρι φτιαγμένο από κάτι που μοιάζει με γαριδάκια (εδώ πράγματι υπάρχει μία λογική συνοχή), κουνιέται μπρος πίσω σε μία μονή ράγα και έχει και κάτι πανιά που ανεμίζουν.
Ο David πέφτει λοιπόν από κει μαζί με ένα μάτσο χαρτούρα που τελικά είναι τεχνολογικές πατέντες (λογικά κι ο Αϊνστάιν από κάπου θα μας έπεσε) κι έτσι καταφέρνει να γίνει ζάπλουτος με τη βοήθεια ενός δικηγόρου που γέλαγε όλο το σινεμά με τα πατομπούκαλά του.
Με τα λεφτά που βγάζει σκοπεύει να φτιάξει διαστημόπλοιο για να πάει νερό στον πλανήτη του αλλά στο μεταξύ γνωρίζει μια μυξοπαρθένα καμαριέρα τη Μαριλού, που πίνει τον άπιοτο, λούζεται με φθηνό shampoo που κάνει ροζ αφρό, έχει χρόνια να δει χαρά στα σκέλια της και εξαιτίας της ο David εθίζεται στο σεξ, το πιοτί και πιο πολύ απ’ όλα στην τηλεόραση (στην οποία βλέπει όλα τα κανάλια ταυτόχρονα μέχρι να κάψει φλάτζα). Με τα πολλά ο David τα φτιάχνει με την TV και τη μπουκάλα, γράφει κανονικά τη Μαριλού κι αυτή κακογερνάει πίνοντας αλλά όταν λέμε κακογερνάει, δεν είχαν εξελιχθεί ακόμα τα make-up effects και μιλάμε για δράμα.
Η Μαριλού είναι κι ο μόνος άνθρωπος στον οποίο αποκαλύπτεται με την εξωγήινη μορφή του ο David, μια μέρα που τα πήρε γιατί του έψησε μπισκοτάκια που δεν του άρεσαν, της τα πέταξε ψηλά κι αυτά πέταξαν μέχρι τον ουρανό, στο ίδιο σημείο όπου σε ένα παράλληλο σύμπαν έκανε κωλοτούμπες εκείνη την ώρα η εξωγήινη φαμίλια του.
Μόλις τον είδε η Μαριλού καραφλό, χωρίς τους ανθρώπινους φακούς επαφής, τυλιγμένο ολόκληρο σε μια λευκή μεμβράνη και, κυρίως, χωρίς πουλί, παθαίνει νευρικό κλονισμό και φεύγει από μόνη της.
Ο αλκοολικός David καταφέρνει να φτιάξει τελικά το διαστημόπλοιο αλλά δύο άσχετοι γέροι με μπρονζέ κράνη τίγκα στο glitter (που πολύ τα ζήλεψα για τη Vespa του άντρα μου) σκοτώνουν τον δικηγόρο του πετώντας τον από το παράθυρο και απαγάγουν τον David για να τον κάνουν πειραματόζωο.
Τον κλειδώνουν σε ένα σπίτι καρακιτσαρία με 5 διαφορετικά σαλόνια στη σειρά και τον κρατάνε σε ημικαταστολή με ποτάκια, που του σερβίρει ένας απερίγραπτος τύπος σέρνοντας ένα μπαούλο ταχυδακτυλουργού.
Μεταξύ άλλων του κάνουν και ακτινογραφίες από τις οποίες κολλάνε οι ψεύτικοι φακοί για πάντα στα μάτια του (εδώ μάλλον υπάρχει ένας υπαινιγμός για το πώς κατέληξε ο αληθινός Bowie με ένα πράσινο κι ένα μπλε μάτι), ενώ κάποια στιγμή τον επισκέπτεται και η Μαριλού η παλιόγρια με την οποία κάνουν παρανοημένο sex πυροβολώντας με άσφαιρα και χοροπηδώντας γυμνοί στο κρεβάτι (να το το πουλί του David), ενώ στην επόμενη σκηνή παίζουν πινγκ-πονγκ φορώντας κανονικές στολές του τένις.
Όσο ο David, αφού δραπέτευσε, μπεκροπίνει χωρίς να γερνάει ποτέ, η φαμίλια του έχει ξεραθεί κυριολεκτικά κι εκείνος κάνει ένα δίσκο (κανονικό δίσκο για πικ-απ) με εξωγήινα μηνύματα, μπας και τον παίξει κανά ραδιόφωνο και τον ακούσουν απ’ το σπίτι του, αν έχει μείνει κανείς ζωντανός. Το έργο τελειώνει με τον αλκοολικό και καταθλιπτικό David λιπόθυμο στην καρέκλα μιας καφετέριας…
The End.
Υ.Γ. Μία δουλειά που θα είχε κάνει σωστά ο Bowie, το soundtrack, δεν την έκανε, γιατί κολλήσανε λέει στα συμβόλαια. Πες μου εσύ πώς γίνεται να τον κατάφεραν να υπογράψει μαστουρωμένος να παίξει γυμνός τον εξωγήινο, αλλά ένα τραγουδάκι (που’ταν κι η δουλειά του) δεν τον έπεισαν να το πει, και μείναμε ν’ακούμε κάτι ακατανόητα ντόιοινγκ ντόιοινγκ…
Άχρηστοι.