Την περασμένη εβδομάδα έβαλα λυτούς και δεμένους να μου βρουν 2 εισιτήρια για τη Madama Butterfly στο Μέγαρο, για να καμαρώσω την παιδική μου φίλη και καταξιωμένη mezzo soprano Ινές Ζήκου, στο ρόλο της Suzuki.
Να σημειώσω εδώ ότι δεν υπάρχει πιο ζόρικο project εξόδου από το να ψήσεις άνθρωπο να έρθει μαζί σου σε 3ωρη όπερα, στις 8 η ώρα, βράδυ Παρασκευής. Το πόσους χτύπησε αιφνίδια γαστρεντερίτιδα, πόσα παιδιά αρρώστησαν, πόσοι έσβησαν τούρτες πριν την ώρα τους και πόσοι πάντρεψαν ξαφνικά φίλους και γνωστούς, άλλο να στο λέω κι άλλο να το ζήσεις. Αν όμως έχεις υπάρξει πραγματικά καλή φίλη ή σύζυγος, σε μια τέτοια περίπτωση έχεις την ευκαιρία να το εξαργυρώσεις. Κι εγώ έχω μάλλον υπάρξει εξαιρετική σύζυγος…
Ομολογουμένως η Butterfly, αν και ένα από τα κορυφαία έργα του Puccini, δεν έχει κάποιο μεγάλο «σουξέ» για να προσελκύσει τους μη γνώστες, αν εξαιρέσεις μία άρια-ιδανική υπόκρουση για ερωτικό χαρακίρι, που σίγουρα κάπου την έχει πάρει το αυτί σου (https://www.youtube.com/watch?v=vcEoBOHp-7Q). Και εδώ που τα λέμε δηλαδή, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Το story αφορά μια έφηβη γιαπωνεζούλα γκέισα, την Τσο-Τσο-Σαν, επί το καλλιτεχνικότερο Μπατερφλάι, που την τουμπάρει ένας Αμερικανός Γιάνκης (ο Πίνκερτον) να τον παντρευτεί, με αποκλειστικό σκοπό να την κουτουπώσει και να στρίψει δια του αρραβώνος, τη σπιτώνει σ’ ένα λόφο κάπου στη Γιαπωνία (λόφος ήταν σίγουρα γιατί όλοι «ανεβαίνανε» να τη βρουν) και την αφήνει εκεί να τον περιμένει ένα τριάρι χρόνια, παρέα με τη φίλη και δουλάρα της, τη Suzuki. Αφού περάσει το τρίχρονο, ο αμερικάνος επιστρέφει μετά της ομοεθνούς συζύγου του, ανακαλύπτει ότι η Butterfly στο μεταξύ μεγαλώνει το παιδί τους και στέλνει την κρυόκωλη σύζυγό του να την πείσει να του το δώσει, με αποτέλεσμα η μαντάμα να το δώσει το παιδάκι στον μπουχέσα τον Πίνκερτον και να σφαχτεί μόνη της, ίσως το πιο σουρεαλιστικό σημείο στο σενάριο, καθώς μία πολύ πιο λογική εξέλιξη θα ήταν να κατασφάξει η Τσο-Τσό την αμερικάνα, όπως θα έκανε κάθε μάνα που πάει η γκόμενα του άντρα της να της πάρει το παιδί.
Πέραν του παραλόγου χάριν του δράματος φινάλε, ο Πουτσίνι φαίνεται ότι έκανε αρχικά κι άλλες μπόλικες σαχλαμάρες με το σενάριο, ώστε όταν πρωτοανέβηκε η όπερα το 1904 στη Σκάλα του Μιλάνο θεωρήθηκε ψιλοφόλα (τη γιουχάρανε κανονικά), την έβαλε όμως κάτω ο Τζιάκομο και της άλλαξε τα φώτα. Της έκανε τα δύο (μέρη) τρία και γενικώς τη βασάνισε αλύπητα, μέχρι να αξιωθεί να κόβει εισιτήρια της προκοπής. Παρόλα αυτά, η όπερα εξακολουθεί να έχει διάφορες κουλές λεπτομέρειες, όπως ας πούμε ότι το παιδί της Butterfly, παρότι αγόρι, το λένε Ντολόρε (ευτυχώς χωρίς «ς») και υποτίθεται ότι είναι 3 χρονών αλλά θα έπρεπε να είναι 2 (διότι οι άνθρωποι γεννάνε σε 9 μήνες κι όχι σε 2 μέρες σαν τις μύγες) αλλά στη σκηνή είναι τουλάχιστον 6, γιατί άντε να καταφέρεις τρίχρονο να κάτσει βουβό τόση ώρα ενώ πέφτουν οι κορώνες βροχή πάνω απ’το κεφάλι του (εκτός αν είναι κωφάλαλο) και να ακολουθεί και εντολές (άκυρο το κωφάλαλο). Επίσης, δύο Βουδιστές σε άσχετες στιγμές προσεύχονται και επικαλούνται σιντοϊστικές θεότητες, που ναι μεν και οι δύο θρησκείες έκαναν καριέρα στην Ιαπωνία, δεν είναι όμως και το ίδιο πράμα. Κι απ’ την άλλη βέβαια, ποιοι είμαστε εμείς να κρίνουμε; Εδώ ο δικός μας δεν ήξερε στην πραγματικότητα (όχι σε έργο) αν είναι ένα ή δύο Λέσβος και Μυτιλήνη.
Παρότι όμως η Madama Butterfly είναι και τρίωρη και όχι ιδιαίτερα «εύπεπτη», αυτή η εκδοχή της ήταν καταπληκτική, κυρίως γιατί ο σκηνοθέτης και σκηνογράφος της Νίκος Πετρόπουλος μπήκε στον κόπο οπτικά να την εκσυγχρονίσει. Η όπερα ήταν ανέκαθεν η διασκέδαση του λαού και όχι παράσταση για μια μικρή ελίτ, όπως έχει καταντήσει να θεωρείται από πολλούς σήμερα. Και σαν θέαμα που απευθύνεται στους πολλούς, οφείλει να προσαρμόζεται στην εκάστοτε εποχή και την αισθητική της, για να μπορεί να φτάσει «κάτω» και η μουσική. Η παράσταση που είδα είχε αφαιρετικά, μοντέρνα σκηνικά με κίνηση (αξέχαστο θα μείνει το γιαπωνέζικο σπιτάκι-διαστημόπλοιο με σαφείς επιρροές από Starwars), ευρηματικές ατμοσφαιρικές προβολές και ευφυή παιχνίδια ανάμεσα στο φως και τις σκιές, που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του σύγχρονου θεατή, τον βάζουν στην πλοκή και βοηθούν το έργο να ανανεωθεί, χωρίς να αλλάξει ούτε μία νότα, τουλάχιστον όχι επίτηδες… Αυτό νομίζω είναι που κέρδισε το παιχνίδι και όταν έπεσε η αυλαία θυμήθηκα τον οπαδικό χαρακτήρα που είχε πάντα η όπερα, με το ενθουσιώδες χειροκρότημα, τα σφυρίγματα και τα δεκάδες «μπράβο», παρότι μετά από τρεις ώρες είναι βέβαιο ότι η πλειοψηφία βίωνε το μαρτύριο του να νυστάζουν τα πόδια της και να μην μπορεί πουθενά να τα βολέψει.
Αυτό, και οι εξαιρετικές ερμηνείες των τραγουδιστών, διότι για όπερα μιλάμε, και όπερα με φάλτσα ψάρια δε γίνεται. Η Τσέλια Κοστέα αναμετρήθηκε αξιοπρεπέστατα με τον ρόλο της Butterfly, ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης ήταν εξαιρετικός ως Sharpless και επισκίασε κατά τη γνώμη μου τον τενόρο που έπαιζε τον Πίνκερτον, ο οποίος μεταξύ μας, αν θέλει να συνεχίσει να παίζει το γκομενάκι θα μπορούσε να υιοθετήσει και δυο σκυλάκια (…) και φυσικά η φίλη μου η Ινές, σε έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της, όχι μόνο φωνητικά αλλά και σε επίπεδο έκφρασης, με ένα μακιγιάζ που αναδείκνυε τις χιλιάδες εκφράσεις που παίρνει επί σκηνής το πρόσωπό της. Μπορεί να είμαι και λίγο προκατειλημμένη, το ομολογώ, αλλά η Suzuki πραγματικά έλαμψε, παρά τη δυσκολία που ενδεχομένως έχει ο Έλληνας να ταυτιστεί με δραματική φιγούρα που τη λένε (και τη γράφουν στους υπότιτλους) «Σουτζούκι».
Και επειδή σε κάθε δράμα χρειάζεται και ένα κωμικό στοιχείο να ελαφρύνει την κατάσταση, μη φύγουν κατάμαυροι οι θεατές και δεν ξανάρθουν, εν προκειμένω τη δουλίτσα αυτή έκαναν κάποιες περούκες, με αποκορύφωμα την καράφλα του ζάμπλουτου γαμπρού Γιαμαντόρι που είχε στο κέντρο μόνο κολλημένο ένα τεράστιο μουστάκι και φυσικά το τρίχρονο (τάχα μου) αγοράκι της Butterfly που φόραγε κανονικότατα στο κεφάλι τον αδερφό της σκυλίτσας μου.
Το μόνο αρνητικό σχόλιο που έχω να κάνω είναι η εμφάνιση και η συμπεριφορά της ορχήστρας. Ναι, δεν ήταν επί σκηνής, ήταν ακριβώς από κάτω και ναι, ο περισσότερος κόσμος δεν την έβλεπε. Επειδή όμως είχα την τύχη να κάθομαι στην πρώτη σειρά, μαζί με αρκετούς άλλους ανθρώπους και περάσαμε 3 ώρες σχεδόν αγκαλιασμένοι με τα βιολιά, θεωρώ ότι δεν επιτρέπεται να παίζουν κορυφαίοι υποτίθεται μουσικοί τέτοια έργα ξαπλωμένοι στις καρέκλες τους, ντυμένοι με μαύρα μεν αλλά με ό,τι να’ναι ο καθένας, και το κυριότερο οι μουσικοί στο κονσερτίνο να πειράζονται διαρκώς σαν γυμνασιόπαιδα στο σχολείο και να τους πιάνουν νευρικά γέλια κάτω από τη μπαγκέτα του μαέστρου και ενώ ακριβώς από πάνω τους η σοπράνο έκανε χαρακίρι. Ειδικά όταν 3 μέρες μετά έβλεπα τα μέλη της φιλαρμονικής του Ισραήλ με άψογη επίσημη εμφάνιση, να κλαίνε σχεδόν πάνω από τα τσέλα τους στην Παθητική του Tchaikowski. Καταλαβαίνω ότι λαμβάνουν πενιχρούς μισθούς αλλά ο μουσικός είναι μουσικός είτε παίζει στη Metropolitan είτε στο πεζοδρόμιο της Βουκουρεστίου. Και είναι από τέτοιους μουσικούς φτιαγμένες οι μεγάλες ορχήστρες, γιατί ένας εξαιρετικός μαέστρος-κούκος μόνος του δεν τη φέρνει τη ρημάδα την άνοιξη.