Αν ένα πράγμα έχω καλοχωνέψει σ’ αυτή τη ζωή (μεταφορικά εννοώ γιατί κυριολεκτικά έχω χωνέψει αναρίθμητα πράγματα και συνεχίζω ακάθεκτη) είναι ότι τα ωραιότερα σού συμβαίνουν όταν δεν τα πολυπρογραμματίζεις. Όταν σε βρίσκουν, σαν να λέμε, αντί να τα βρεις. Και νομίζω αυτό γίνεται επειδή δεν έχεις προλάβει να τα φορτώσεις με χιλιάδες προσδοκίες εκ των οποίων πάντα κάποιες θα ματαιωθούν, εκτός αν είσαι μέντιουμ, οπότε στείλε μου το τηλέφωνό σου, θέλω να γνωριστούμε. Κάπως έτσι, με πολλή χαρά και χωρίς «μεγάλες προσδοκίες», βρέθηκα την περασμένη εβδομάδα με τη μικρή μου αδερφή στη Ρώμη, για 12 ώρες που τα είχαν μέσα όλα.
Η αφορμή ήταν το baby-shower έκπληξη (βλ. εμπεριστατωμένη απάντηση της μικρής αδερφής στην ερώτηση «τι’ν’τούτο?») που ξεχάσαμε να οργανώσουμε τα Χριστούγεννα στην Αθήνα για την τρίτη αδερφή μας, αισθηματική μετανάστρια στη χώρα της πίτσας, που σε λίγες μέρες θα μας χαρίσει ένα λαχταριστό ανιψάκι, τη Nike (Νίκε προφέρεται εκεί, μη ρωτάς, από τη Νίκη της Σαμοθράκης κι έτσι, αλλά just do it μάνα μου, ανήψι να’ ναι κι ό,τι να’ ναι). Κι επειδή είμαστε αδερφές αγαπημένες και –κυρίως- τέρμα ενοχικές, σε 10 μέρες μέσα οργανώθηκε το event αστραπή, να’ ναι καλά η φίλη Chiara, που της το φορτώσαμε στην καμπούρα. Τα εισιτήρια κλείστηκαν μέσα σε μία στιγμή ενθουσιασμού για επιστροφή αυθημερόν και βρεθήκαμε να ταξιδεύουμε για πρώτη φορά μόνες, χωρίς άντρες, χωρίς παιδιά, χωρίς να ξέρουμε ιταλικά.
Μετά από μία πτήση στην οποία λόγω ενοχών (τα’ παμε αυτά) για τα παιδιά που αφήσαμε πίσω ασχοληθήκαμε αποκλειστικά με το κινεζάκι που κοιμόταν μακάριο παραδίπλα μας, μέχρι που καταλάβαμε ότι ο μπαμπάς του μας κοιτούσε λοξά (και για να το καταλάβουμε αυτό για Κινέζο αντιλαμβάνεσαι για πόσο λοξά μιλάμε), φτάσαμε πρωί πρωί στο αεροδρόμιο της Ρώμης, όπου έπεσαν πάνω μας οι ταξιτζήδες σαν τα κοράκια ζητώντας τα μαλλιοκέφαλά μας σε ευρώ, για να μας πάνε στο κέντρο. Γνωρίζοντας ότι οι ιταλοί ταξιτζήδες είναι μακροξάδερφοι των δικών μας πλανόδιων πωλητών στο Μοναστηράκι, κάναμε σκληρή διαπραγμάτευση σε άπταιστα ελληνοϊταλικά (ma que lamogio, non siamo malake) και βρήκαμε τον φθηνότερο που εν συνεχεία μας πάρκαρε για 20’ σε μία γωνία μέχρι να μαζέψει άλλους 4 και αφού μας στοίχησε, μας οδήγησε στο 8θέσιο βαν του που είχε παρκάρει κανά χιλιόμετρο μακριά, στο οποίο συνταξιδέψαμε με ένα ζευγαράκι που ζούσε τον έρωτα πάνω στο κεφάλι μας και 2 γέρους Γερμανούς που νομίζω έβριζαν το ζευγαράκι σε όλη τη διαδρομή αλλά μπορεί να φταίει και η γλώσσα.
Φτάνοντας στο κέντρο και μιας που το event άρχιζε μεσημέρι, αποφασίσαμε να αδράξουμε τη μέρα και να φάμε ό,τι προλαβαίναμε μέσα σε 3 ώρες. Πήραμε λοιπόν τα βαλιτσάκια μας και μπουκάραμε γι’ αρχή στο ιστορικό Café Greco, όπου φωτογραφιζόμασταν σαν ηλίθιες μπροστά στις βιβιλιοθήκες, τα γλυπτά και τους πίνακες, μπουκώνοντας παράλληλα τα επίσης ιστορικά μίνι σφολιατάκια του. Βγαίνοντας, ξαναμπήκαμε, γιατί απ’ τη χαρά μας ξεχάσαμε τα βαλιτσάκια και έναν φορτιστή, και στη συνέχεια συμφωνήσαμε ότι το 12 δεν είναι καθόλου παράλογη ώρα για καρμπονάρα στο Roscioli, στην τελική θα μπορούσαμε να είμαστε και Ελβετοί, και τραβήξαμε για την Piazza d’ Espagna, όπου λίγο ο ενθουσιασμός, λίγο ο ήλιος, λίγο η αρχαία πόλη, καταλήξαμε, αντί να ψάχνουμε ταξί, στην πιάτσα με τα μόνιππα.
Οι τιμές ήταν εξωφρενικές γιατί οι οδηγοί θέλανε σώνει και ντε να σε κάνουν ξενάγηση, οπότε αρχίσαμε πάλι τα παζάρια μέχρι που τσίμπησε ένας που σχόλαγε και ζήταγε τα μισά απ’ τους άλλους. Ανεβαίνουμε στην καρότσα με τα βαλιτσάκια να ισορροπούν οριακά στις άκρες και δεν πιστεύουμε την ευτυχία που μας έχει βρει να κατεβαίνουμε τη Via Condotti πάνω στ’ άλογο. Δώσ’ του πάλι οι φωτογραφίες, να αλλάζουμε θέσεις ψάχνοντας το σωστό φόντο, χάχανα, χαμός και ξαφνικά σηκώνεται το αλογάκι όρθιο, η καρότσα να πηγαίνει σαν να έχει πέσει σε καρόδρομο, να πιάνουμε τα βαλιτσάκια στον αέρα, ο οδηγός να φωνάζει ανάστατος και συνειδητοποιούμε ότι το ψωράλογο έχει πατήσει κανονικότατα άνθρωπο πάνω σε κάποιου είδους όχημα!
Η αδερφή μου να ουρλιάζει ότι είδε καρότσι με μωρό, εγώ να έχω δει ένα τιμόνι από πατίνι και να χτυπιέμαι για το αδικοχαμένο 5χρονο, κόσμος να τρέχει προς το μέρος μας φωνάζοντας, εμείς να κλαίμε σφιχταγκαλιασμένες και καμία να μην τολμάει να κοιτάξει πίσω απ’ την καρότσα, σίγουρες ότι αυτό που ήταν εκεί θα στοίχειωνε τη ζωή μας για πάντα. Ως εκ θαύματος, από τις ρόδες (και τα πέταλα) σηκώθηκε τελικά ένας έφηβος που είχαμε πάρει παραμάζωμα μαζί με ένα Segway, ταραγμένος αλλά ολόκληρος, αν εξαιρέσει κανείς ένα μικρό κούτσεμα και τη μαύρη μούρη από το σούρσιμο στο καλντερίμι, σε αντίθεση με τον οδηγό μας που ή βαριά ψυχολογικά θέματα παλεύει ή ήταν τέζα ντίρλα, αφού εμ δεν κατέβηκε καν από το μόνιππο, εμ φώναζε στο θύμα του επειδή οδηγούσε στο δρόμο (διότι ως γνωστόν ό,τι είναι κάτω από το πεζοδρόμιο το πατάμε για παραδειγματισμό), εμ στη συνέχεια πέρασε και δύο κόκκινα φανάρια μέχρι να μας αδειάσει στο εστιατόριο για γκουρμέ υπογλώσσια.
Μόλις καταφέραμε να ηρεμήσουμε, συμφωνήσαμε εκ νέου ότι ο Θεός δεν ήθελε να χαλάσει η υπέροχη μέρα μας, εξ ού και υπάρχει πλέον παιδί που έζησε για να διηγείται πώς το πάτησε ολόκληρο μόνιππο, και παραγγείλαμε για να ξεχαστούμε δύο καρμπονάρες, ψωμιά, τυριά, σαλάμια, κεφτέδες και κάτι πατάτες με πολύ ιντριγκαδόρικη περιγραφή στο ιταλικό μενού, που τελικά ήταν πουρές.
Ακολούθησαν 45’ βάδιν στις κροκάλες για να πάμε δύο δρόμους παρακάτω, επειδή έχανε σήμα το google maps και μας πήγαινε κύκλους τα τετράγωνα, μέχρι που φτάσαμε τραγικά καθυστερημένες και ως εκ τούτου τσακωμένες στην υπέροχη σουίτα του G-Rough, όπου η Chiara τράβαγε τα μαλλιά της, έχοντας λανθασμένα καταλάβει ότι θα πηγαίναμε να βοηθήσουμε από το πρωί αντί να μπουκωνόμαστε σαν να μας είχαν μια βδομάδα νηστικές παριστάνοντας ταυτόχρονα τη Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ στις καρότσες.
Εμείς φυσικά τα ρίξαμε όλα στο ατύχημα και παραμείναμε εντελώς άχρηστες, αφού κυρίως μας απασχολούσε το πού θα κρυφτούμε για να γίνει το σουρπράιζ. Συνεχίσαμε να τσακωνόμαστε ξεδιπλώνοντας όλο το ελληνικό μας ταμπεραμέντο, στριμωχτήκαμε σε όλα τα πιθανά μέρη και τελικά χωθήκαμε σε μία καταπληκτική disco-ντουζιέρα,που ανακαλύψαμε πολύ αργά ότι έσταζε και μας κατσάρωνε ρυθμικά το μαλλί όσο περιμέναμε υπομονετικά την εγκυούλα να μας ανακαλύψει, προσευχόμενες παράλληλα να μη γεννήσει απ’ τη χαρά της.
Το μενού του πάρτι εκτός από εξωφρενικές δόσεις ζάχαρης και αλκοόλ είχε το αναμενόμενο cocktail γέλιου και συγκίνησης, περάσαμε 4 υπέροχες ώρες παρέα με τις αλλοδαπές φίλες της αδερφής μας που συμπαθούσαμε ήδη από πριν, αφού έχουν αγκαλιάσει χρόνια τώρα την ξενιτεμένη μας, αλλά τις αγαπήσαμε πραγματικά όταν είδαμε να χαίρονται σαν παιδιά και με τις πιο εξευτελιστικές ακόμα από τις δοκιμασίες στις οποίες τις υποβάλαμε, όπως για παράδειγμα ο διαγωνισμός δημιουργίας pampers από χαρτί τουαλέτας πάνω στις υπόλοιπες καλεσμένες.
Επιστρέψαμε το βράδυ στο αεροδρόμιο με μια γλυκιά θλίψη, αφενός λόγω των συγκινητικών αποχαιρετισμών και αφετέρου διότι ήμασταν στο πόδι απ’ τις 6 το πρωί και είχαμε γίνει αλοιφή, περάσαμε τον έλεγχο, όπου η αδερφή μου αναγκάστηκε να αποκαλύψει την παρδαλή κάλτσα που έλαχε να αρπάξει τα ξημερώματα στα σκοτάδια, μιας που η ντουλάπα της είναι στο δωμάτιο της κόρης της (βλ. μαγική ικανότητα μαμάς ν.7), και ξαναβγήκαμε σε αναζήτηση για φαγάκι της παρηγοριάς. Καταλήξαμε με ένα κρύο κομμάτι πίτσα και ένα άθλιο σάντουιτς με παγωμένο αηδιαστικό χοιρινό μέσα, που η ξινή σερβιτόρα νόμιζε ότι παραγγείλαμε όταν τη ρωτήσαμε «what is this?», τα οποία μας βγήκαν απ’ τη μύτη αμέσως μετά, στο sprint προς τον έλεγχο όπου είχαμε –μάντεψε- ξεχάσει ένα βαλιτσάκι και μπήκαμε τελευταίες και καταϊδρωμένες στο πουλί της επιστροφής έχοντας εκμεταλλευτεί και το τελευταίο μας λεπτό ψωνίζοντας βλακείες για τα παιδιά μας.
Και εκείνο που τελικά έμαθα από αυτό το ταξίδι (γιατί το πόσο αγαπώ τα αδέρφια μου, τη Ρώμη και το φαγητό το ήξερα ήδη) είναι ότι η ζωή μπορεί να είναι μικρή αλλά σκέψου πόσα φανταστικά πράγματα μπορεί να κλείσει μέσα, αν όλα τα παραπάνω χώρεσαν σε 12 μόνο αξέχαστες ώρες…