«Θα τα θυμόμαστε και θα γελάμε». Μία από τις πιο αγαπημένες μου φράσεις, που με παρηγορεί και μου δίνει κουράγιο κάθε φορά που χρειάζεται να αναμετρηθώ με δύσκολες καταστάσεις. Και πιστεύω πραγματικά ότι δεν πρόκειται για μία κούφια παρηγοριά στον πικραμένο αλλά για μια μεγάλη αλήθεια, ασχέτως που για ευνόητους λόγους είθισται να αποκρύπτουμε στον πικραμένο ότι βασική προϋπόθεση για να τα θυμάται είναι να επιβιώσει της πίκρας του. Διότι αν το καλοσκεφτείς, σχεδόν όλες οι τραγωδίες που μας συμβαίνουν καταγράφονται στη μνήμη μας παρέα με μπόλικα ευτράπελα, ίσως επειδή για λόγους αυτοσυντήρησης, ενστικτωδώς εστιάζουμε σε οτιδήποτε μπορεί να διασκεδάσει την αγωνία και τον πόνο μας μέχρι να βγούμε από τα ζόρια και να συνεχίσουμε τη ζωή μας, λίγο πιο ταλαιπωρημένοι αλλά και λίγο πιο σοφοί. Γιατί ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό. Το είπε κι ο Πορτοκάλογλου και ό,τι λέει ο Πορτοκάλογλου είναι νόμος.
Μια τέτοια απολύτως τραγελαφική ιστορία ζήσαμε οικογενειακώς το περασμένο καλοκαίρι και μάλιστα με εσάνς ευρωπαϊκό! Το τέλος της σχολικής χρονιάς στο αποκορύφωμά του, τα παιδιά με τα μυαλά στα κάγκελα, εξετάσεις, γιορτές, αγώνες, 100 παιδικά πάρτι που έπρεπε όλα να γίνουν τον Ιούνιο κι ας είχαν τα παιδάκια γενέθλια τον Μάρτιο – έλεος κάπου μάνες -, γάμοι, βαφτίσια, και επαγγελματικά projects να τρέχουν. Η δε μανούλα μου, που κάθε τέτοια εποχή λειτουργεί ως ο body double μου για τις περιπτώσεις που απαιτείται να βρίσκομαι την ίδια στιγμή σε δύο διαφορετικά μέρη και μπορεί η μάνα να είναι μόνο μία αλλά ευτυχώς για όλους μας υπάρχει κι η γιαγιά, αποφάσισε για αλλαγή να δει σχολικές γιορτές και αγώνες στη Ρώμη, μιας που διαθέτει και κόρη αισθηματική μετανάστρια. Μάταια χτυπήθηκα κάτω σαν το ψάρι όταν μου ανακοίνωσε το πραξικόπημα, τα εισιτήρια είχαν εκδοθεί και arrivederci μάνα.
Ένα μεσημέρι λοιπόν και ενώ βρίσκομαι σε τραγικό meeting από αυτά που κόβεις επί τρίωρο τις φλέβες σου προσποιούμενος ζωηρό ενδιαφέρον, χτυπάει το κινητό και είναι η ξενιτεμένη αδερφή μου, η Τζωρτζίνα: «Η μαμά ταβλιάστηκε σε ένα δοκιμαστήριο, την έχω σύρει στο πάτωμα του διπλανού φαρμακείου και περιμένουμε ασθενοφόρο, πάρε τον καρδιολόγο!». Παίρνω μισότρελη τον καρδιολόγο, πού είναι η μάνα σου, μου λέει, σ’ ένα πάτωμα στην Ιταλία, του λέω, τι να σου κάνω εγώ από εδώ, μου λέει, και επίσης ποιος σας είπε ότι είναι η καρδιά της! Και τι να είναι γιατρέ μου; Μπορεί εγκεφαλικό. Ε όχι και εγκεφαλικό γιατρέ μου! Τότε ίσως της έπεσε το ζάχαρο…
Όσο εμείς παίζουμε την ιατρική κολοκυθιά, το ασθενοφόρο έχει μαζέψει τη μάνα μου με 28 παλμούς και την αδερφή μου με 200 – από μέσο όρο σκίζαμε – και τις έχει πάει στο εφημερεύον δημόσιο νοσοκομείο της Ρώμης που εντάξει, δεν είναι και το Λαϊκό, αλλά μια χαρά το δουλεύουν κι εκεί το ράντζο. Πλακώνει και το ιταλικό σόι, οι μισοί να θέλουν να την ξαναχώσουν στο ασθενοφόρο και να την πάνε σε ιδιωτική κλινική γιατί ντροπή τη συμπεθέρα να την αφήσουμε στο ράντζο, οι άλλοι μισοί να φοβούνται μην τα κακαρώσει στη μεταφορά και να επιμένουν ότι εκεί είναι ο καλός ο γιατρός, εγώ σε ζωντανή τηλεφωνική σύνδεση προσπαθώντας να στηρίξω ψυχολογικά τη δόλια την αδερφή μου, την οποία, σαν να μην έφταναν τα δράματά της, την ανάγκαζε κι η μάνα μας να τη φωτογραφίζει στα επείγοντα με το εκρού του νεκρού κι ένα πάρα πολύ ηλίθιο χαμόγελο, αποτέλεσμα υπερπροσπάθειας να μας αποδείξει ότι είναι καλά για να μην ανησυχούμε. Αλλά πώς να μην ανησυχούμε που εμ δεν ξέραμε τι έχει η έρμη και ψοφάει, εμ δεν μιλούσε και κανείς γιατρός αγγλικά για να μάθουμε.
Με τα πολλά, αφού αναβαθμιστήκαμε από ράντζο σε δίκλινο και καταφέραμε να φέρουμε τον Έλληνα και τον Ιταλό καρδιοχειρουργό σε τηλεφωνική επικοινωνία, πράγμα με τεράστιο, όπως αποδείχτηκε, βαθμό δυσκολίας, καταρχήν διότι είναι και οι δύο αξιοσέβαστοι Καθηγητές και «πες του να με πάρει στις 12» ο ένας «πες του να με πάρει στις 7» ο άλλος και επιπλέον διότι ο ιταλός το σνόμπαρε το Lower κι ανάθεμα αν καταλάβαινε τι του έλεγε ο δικός μας, αποφασίστηκε εν όψει Σαββατοκύριακου να την αφήσουμε υπό παρακολούθηση μπας και ανέβουν οι παλμοί και μπορέσουμε να τη χώσουμε στο αεροπλάνο για το Ωνάσειο, αλλιώς θα έπρεπε να της βάλουν επιτόπου έναν ωραιότατο βηματοδότη και να μας την επιστρέψουν με μπαταρία.
Ακολούθησε το πιο σουρεαλιστικό διήμερο της ζωής μου. Το κεφάτο παιδικό πρόγραμμα να συνεχίζεται κανονικά, να ξεκατινιαζόμαστε παράλληλα στο what’s up με τις αδερφές μου, αφού χάρις στο θαύμα της google η καθεμία είχε σχηματίσει την ιατρική αποψάρα της περί του τί έμελλε γενέσθαι, ενώ η μάνα μας να συνεχίζει να στέλνει αβέρτα selfies την χαμογελαστή καλωδιωμένη της ύπαρξη αλλά και τη διπλανή γριά που ήταν ιταλίδα και κουφή αλλά η δική μας τη λυπόταν και επέμενε να προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί της στη νοηματική, πράγμα που της δημιουργούσε φοβερό στρες και για να χαλαρώσει έψαχνε στο ίντερνετ εταιρίες για τη μεταφορά της σωρού της στην Ελλάδα, ώστε αν παρελπίδα τα τίναζε τα πέταλα στην ξενιτιά να έχει βρει την καλύτερη δυνατή προσφορά για να μην μας επιβαρύνει, ανάθεμα την ώρα που της πήραμε το tablet.
Τη Δευτέρα η καρδιά της εξακολουθούσε να παίζει τα άπαντα του Leonard Cohen, ιδανικό soundtrack για το «σεξ» που ακολούθησε, και το χειρουργείο προγραμματίστηκε για τις 13 του μηνός, ημερομηνία που έτσι κι αλλιώς δεν θα επέλεγε ποτέ κανείς για να χειρουργηθεί, πόσο μάλλον η μανούλα μας, που συμπτωματικά ήταν τα γενέθλιά της και αυτομάτως συνέδεσε την όλη φάση με τον μακαρίτη τον πατέρα μου που είχε επιλέξει προ δεκαετίας τα δικά του γενέθλια για να κάνει τη θεαματική του έξοδο από τον μάταιο τούτο κόσμο. Μάζεψα κι εγώ τα απολύτως απαραίτητα, εγκατέλειψα άντρα, παιδιά και δουλειές στην τύχη τους και βρέθηκα με μία χειραποσκευή στην κλινική, όπου ο βασικός μου ρόλος για τις επόμενες 48 ώρες ήταν να κάνω τον καραγκιόζη στη μάνα μου, ομολογουμένως το πιο δύσκολο κοινό μου έβερ, αφού πεπεισμένη ότι ζούσε τις τελευταίες της ώρες, διέκοπτε συνεχώς το ψυχαγωγικό μου πρόγραμμα για να μου δίνει εναλλάξ ευχές και οδηγίες για τις κρυψώνες που είχε παραχώσει βιβλιάρια καταθέσεων, κοσμήματα, συμβόλαια κλπ.
Οι ώρες που έμενα στο νοσοκομείο μόνη μου μαζί της ήταν εξοντωτικές, διότι πέρα από τον σκληρό αγώνα που έδινα να της κρατήσω το ηθικό ακμαίο, έπρεπε παράλληλα να συνεννοούμαι κάπως με τις νοσοκόμες, τους γιατρούς και τις καθαρίστριες που όταν τους μιλούσα αγγλικά έπαιρναν την έκφραση που έχει κάποιος που μόλις πάτησε σκατά, να διαχειριστώ την εμμονή της με τη διπλανή γριά στην οποία μου ζητούσε κάθε τρεις και λίγο να μεταφράζω διάφορα, παρότι ιταλικά δεν μιλάω γρι και η γριά ήταν έτσι κι αλλιώς θεόκουφη, και, τέλος, να κατασκοπεύω τη ρεσεψιόν με τα μόνιτορ όλων των καλωδιωμένων του ορόφου για να δίνω αναφορά ανά δύο ώρες στο αδερφικό τσατ πόσους παλμούς είχαμε, ασχέτως που δεν καταλάβαινα ούτε τι δείχνει το μόνιτορ ούτε τι θα έπρεπε να δείχνει, χώρια το σοκ που πάθαινα με τους καρδιακούς στα διπλανά δωμάτια που τους έβγαζαν τα καλώδια να τους πάνε για εξετάσεις και ξαφνικά το μόνιτορ έβγαζε ευθεία γραμμή. Τρεις φορές τον έκλαψα τον κύριο Πουτσινέλι και τελικά είχε πάει για κατούρημα.
Και τώρα που είπα κατούρημα, θυμήθηκα και το άλλο δράμα που ζούσαμε με την κουφή γριά, την οποία για κάποιο λόγο είχαν βάλει οι γιατροί να μετράει τα ούρα της, κι όταν πήγαινε στην τουαλέτα, αντί να τα κάνει εκεί που θα έπρεπε, τα μάζευε σε μία διάφανη κανάτα, την οποία μετά άφηνε σε περίοπτη θέση μέσα στο ντους μέχρι να περάσει ο νοσοκόμος-ουροσυλλέκτης να τα αξιολογήσει, με αποτέλεσμα κάθε φορά που ήθελε η δική μας να πλυθεί να ρίχνουμε κλήρο ποιός θα μετακινήσει την κατρουλοκανάτα από τη ντουζιέρα, να μας πιάνει νευρικό γέλιο και να μας βρίζει η μάνα μας που φοβόταν μη και καταλάβει η κουφή ότι λέμε για το τσίσιο της και τη φέρουμε σε δύσκολη θέση.
Αισίως, έφτασε η μέρα του χειρουργείου. Υποτίθεται ότι θα έμπαινε στις 9 το πρωί, οπότε ξεκινήσαμε τις διαδικασίες από τις 6.30. Πλυθήκαμε, λουστήκαμε, σκουπίσαμε τα μαλλιά μας με μαξιλαροθήκες γιατί, όπως ανακαλύψαμε, τα ιταλικά νοσοκομεία δεν διαθέτουν πετσέτες (Μονακό ο Ευαγγελισμός λέμε) και περιμέναμε, η μαμά θεονήστικη και χωρίς νερό κι εμείς καταναλώνοντας ψυχαναγκαστικά πατατάκια και μπισκότα μέχρι να μας έρθει ναυτία. Στις 3 που τελικά τη μάζεψαν, το στρες της είχε χτυπήσει κόκκινο, με αποτέλεσμα να παρουσιάσει ανεξέλεγκτη ταχυκαρδία με το που την έβαλαν μέσα και να πρέπει να της χορηγηθεί ένα φάρμακο, στο οποίο όμως θα μπορούσε να έχει αλλεργία, όπως έχουν κάποιοι στο σκιαγραφικό υγρό που ενίοτε χορηγείται στις μαγνητικές. Βγαίνει λοιπόν έξω ο χειρουργός να μας ενημερώσει για τα καθέκαστα, εγώ αγκαλιά με το google translate, η Τζωρτζίνα από ιατρική ορολογία το απόλυτο κενό κι από το άγχος να έχει ξεχάσει και τα βασικά, και η συζήτηση εξελίχθηκε περίπου ως εξής…
- Έχει κάποια αλλεργία η μητέρα σας;
- Μάλιστα, στα τσιρότα.
- Δηλαδή πρήζεται και έχει δύσπνοια;
- Όχι, κοκκινίζει και ξύνεται.
- Στο σκιαγραφικό έχει αλλεργία;
- Στο ποιο; (Σιγά μην ξέραμε το σκιαγραφικό σε όλες τις γλώσσες)
- Μαγνητική έχει κάνει ποτέ;
- Μαγνητική;;; Γιατί να κάνει μαγνητική; Της βρήκατε κάτι άλλο;; Για βηματοδότη τη φέραμε!
- Ποιος σας είπε να βάλει βηματοδότη; (Εδώ ο ηλίθιος ήθελε απλώς να μάθει ποιος είναι ο υπεύθυνος καρδιολόγος αλλά είπε να γίνει πιο δημιουργικός…)
- Γιατί εσείς λέτε να μη βάλει;;;
- Ακούστε! (Ascoltami! Η μόνη λέξη που εμπέδωσα. Όλοι «ακούστε» μας έλεγαν λες και είχαμε διάσπαση προσοχής και χέστηκαν που ακούγαμε κανονικότατα αλλά δεν καταλαβαίναμε την τύφλα μας)
- Η μητέρα σας έχει χαοτικούς παλμούς από το στρες και δεν μπορούμε να την ναρκώσουμε αν δεν ηρεμήσει. Αν δεν αναταχθεί με το φάρμακο που θα της βάλουμε, θα πρέπει να την ανατάξουμε με τον απινιδωτή, διαδικασία για την οποία πρέπει να μας δώσετε έγγραφη συγκατάθεση.
Από το οποίο, χάρις στο google translate και την απελπισία μας, εμείς καταλάβαμε τα εξής: Η μητέρα σας έπαθε ανακοπή και θα της κάνουμε ηλεκτροσόκ με αυτό που τινάζουν τους πεθαμένους στο Grey’s Anatomy μπας και ζωντανέψουν, υπογράψτε ότι συμφωνείτε.
Όσο εμείς κλαίγαμε αγκαλιασμένες, προς μεγάλη απογοήτευση του γιατρού που κατάλαβε ότι δεν είχε καμία ελπίδα να συνεννοηθεί, μέσα στο χειρουργείο η μάνα μας χτυπιόταν από την ταχυκαρδία και την υποθερμία. Τα χέρια της ήταν ακινητοποιημένα κάτω από κουβέρτες με αποτέλεσμα να προσπαθεί σουφρώνοντας τη μύτη της και στραβώνοντας το στόμα της να ισιώσει τα γυαλιά της, κατατρομάζοντας τους νοσοκόμους που από τις εκφράσεις της συμπέραναν ότι παθαίνει εγκεφαλικό. Στο τέλος, το πήρε απόφαση ότι μάλλον παίζεται η τελευταία πράξη της ζωής της, εκεί, στην ρομαντική Ρώμη, στα γενέθλιά της, άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν από τα μάτια της και με πικρό χαμόγελο είπε “Me, today, happy birthday”. Κι όλοι μαζί, γιατροί και νοσοκόμοι, σαν να μην είχαμε ξεπεράσει ήδη κάθε όριο σουρεαλισμού, μαζεύτηκαν γύρω από το κρεβάτι της και άρχισαν να χτυπάνε παλαμάκια ρυθμικά τραγουδώντας με ιταλική προφορά «ΧΑΑ-ΠΙ ΜΠΕΕΕΡ-ΝΤΙ ΤΟΥ ΓΙΟΥ», ενώ η μάνα μου σκεφτόταν ότι τελικά το τραγουδάκι αυτό δεν είναι διόλου άσχημο για εξόδιος ακολουθία.
Μετά από μία αιωνιότητα και 3 ώρες, μας ενημέρωσαν ότι το χειρουργείο ολοκληρώθηκε επιτυχώς, οπότε κατεβήκαμε στο ισόγειο, έχοντας γεράσει 10 χρόνια η καθεμία, για να πάρουμε λίγο αέρα, να προμηθευτούμε «δώρα» γενεθλίων από το νοσοκομειακό ψιλικατζίδικο της συμφοράς και ό,τι βρήκαμε σε αλκοόλ που για το ξεκάρφωμα το ήπιαμε σε ουροσυλλέκτες, και βέβαια να υποδεχθούμε την τρίτη αδερφή μας την Ελιάνα, που για να προλάβει την πτήση της έφυγε όπως όπως από την τηλεοπτική εκπομπή στην οποία εμφανίζεται και προσγειώθηκε στα 6 μποφόρ της βροχερής Ρώμης με τηλεοπτικό μακιγιάζ, μπούκλες, καλοκαιρινό φουστανάκι τίγκα στα ηλιοτρόπια και ένα ζευγάρι δανεικές σαγιονάρες, γιατί αν δεν είσαι βίζιτα δεν ταξιδεύεις στο εξωτερικό με το 12ποντο. Έφτασε με ένα πλατύ χαμόγελο και μαύρες πατούσες λόγω της σαγιονάρας και βέβαια όταν της εξιστορήσαμε το σώσε που έγινε στο χειρουργείο, μαράθηκαν συλλήβδην μπούκλες και ηλιοτρόπια.
Τα καλά νέα ήταν ότι με το στολισμένο υπερόπλο Ελιάνα Μπελούτσι αποκτήσαμε διπλάσιες ελπίδες να κερδίσουμε την προσοχή και την εύνοια των γιατρών και των νοσοκόμων, οι οποίοι τώρα κατέβαλαν μεγαλύτερες προσπάθειες να θυμηθούν τα λίγα αγγλικά που έμαθαν στο σχολείο, και επιπλέον κανείς δεν μας έκανε παρατήρηση όταν μπουκάραμε στο δωμάτιο εκτός επισκεπτηρίου μαζί με όλο το ιταλικό σόι για το αυτοσχέδιο πάρτι γενεθλίων, με τούρτα, κεράκια, τραγούδια κλπ. Όσο για τη μαμά, λίγο η χαρά της που ήταν ακόμα ζωντανή, λίγο που ήταν ακόμα μαστουρωμένη από τη νάρκωση, ξετύλιγε τα δώρα από το ψιλικατζίδικο – μεταξύ των οποίων ένα συλλεκτικό «Μικρό μου Πόνυ», ένα φωτάκι με μπαταρία για τις ντουλάπες κι ένα λαστιχένιο βραχιόλι με φωτάκια που αναβοσβήνουν – με τη συγκίνηση που ανοίγει σαρανταπεντάρα γεροντοκόρη το μονόπετρο.
Το ίδιο βράδυ, έχοντας αφήσει στα ικανά χέρια της Ελιάνας τα νοσοκομειακά μου καθήκοντα, γύρισα στην Αθήνα για να προλάβω τουλάχιστον την αποφοίτηση του γιου μου από το Δημοτικό, μιας που, όπως με περισσή ειρωνία παρατήρησε η Τζωρτζίνα, «μας έπρηξες ότι δεν θα τα καταφέρεις στην Αθήνα χωρίς τη μαμά, πού να ‘ξερες ότι τελικά θα τα κατάφερνες χωρίς εσένα!». Στο ταξί για το αεροδρόμιο και με soundtrack τα άπαντα italodisco των 80s, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά πού βρισκόμουν και πόσο διαφορετική θα μπορούσε να ήταν αυτή η επιστροφή αν είχαμε σταθεί λιγότερο τυχερές μέσα στην ατυχία μας. Χαμένη μέσα στις σκέψεις μου φτάνω στο check in και η υπάλληλος με ενημερώνει ότι η πτήση είναι τίγκα και δεν μπορώ να πάρω τη χειραποσκευή μου στην καμπίνα, θα πρέπει να τη δώσω με τις βαλίτσες. Δεν θέλω, της λέω, δεν γίνεται αλλιώς, μου λέει. Αυτό ήταν. Όλη η τρέλα των προηγούμενων ημερών ξέσπασε μπροστά σ’ αυτή την κακομοίρα, πάνω από ένα τόσο δα βαλιτσάκι. Απ’ το παιδί μου να με χώριζαν, δεν ξέρω αν θα είχα ρίξει τόσο κλάμα. Να με έχει φοβηθεί το μάτι της, να μου εξηγεί γλυκά σαν σε σχιζοφρενή ότι θα μπω κανονικά στην πτήση κι ότι θα μου τη δώσουν πίσω τη βαλίτσα μου στην Αθήνα κι εγώ να έχω κάτσει πάνω στον ιμάντα που τις ζυγίζουν και να κλαίω απαρηγόρητη για το γενικό κρίμα κι άδικο. Εν τέλει, κρίθηκε ότι στην περίπτωσή μου η βαλίτσα τελεί χρέη σκύλου συναισθηματικής υποστήριξης και μπήκε κανονικότατα μαζί μου στην καμπίνα. Μία μικρή νίκη για την ανθρωπότητα, μία τεράστια νίκη για την ταλαίπωρη μούρη μου.
Αλλά και η επιστροφή της μανούλας μου, δεν ήταν λιγότερο επεισοδιακή. Αφού βγήκε από το νοσοκομείο και κρίναμε ότι είχε πάρει αρκετά τα πάνω της για να μπορέσει να ταξιδέψει, μια μέρα πριν την πτήση πρήστηκε το ένα της πόδι, οπότε όχι απλώς ξαναπήρε τα κάτω της αλλά πλέον ήταν και κουτσή και για να γυρίσει έπρεπε να της βρούμε αναπηρικό καροτσάκι στο αεροδρόμιο, πράγμα πιο αγχωτικό από το να βρεις εισιτήριο για συναυλία του Έλτον Τζον, αφού η αεροπορική εταιρία σου εξηγεί ότι δεν μπορείς να το ρεζερβάρεις, πας εκεί και άμα βρεις βρήκες. Στην πολύ λογική ερώτηση «Τι θα γίνει αν δεν έχει; Θα την πάρετε στην πλάτη;» απάντηση δεν λάβαμε, οπότε αναγκαστικά την πήγαν οι αδερφές στο αεροδρόμιο 3 ώρες νωρίτερα, ξεχύθηκαν σαν ανώμαλες για καροτσάκι «φτούκα πρω» και εν συνεχεία την έβαλαν να περιμένει το αεροπλάνο σε έναν ειδικό χώρο για τα αναπηρικά, μαζί με όλους τους παραπληγικούς, πράγμα που δεν το λες και καλό για την ψυχολογία του ασθενούς, άλλο που η δική μας είχε τέτοια χαρά που θα γυρνούσε σπίτι της, που την είδε κομμωτήριο κι έγινε φίλη με όσους μπορούσαν να της μιλήσουν έστω και με τα μάτια.
Την προσγείωση στην Αθήνα ακολούθησε, όπως ήταν αναμενόμενο, μια μακρά περίοδος ανασφάλειας, κούρασης και γκρίνιας μέχρι να ισορροπήσει και πάλι η καθημερινότητα όλων μας. Το μη αναμενόμενο, όμως, ήταν ότι από όλη αυτή την περιπέτεια, ενώ η ψυχή μου μπορεί να κουβαλάει διάφορα ακαταλαβίστικα με τα οποία έχω μάθει να μην μπλέκω, καθότι άβυσσος, στο μυαλό μου έχουν παραμείνει κυρίως τα αστεία και τα παράδοξα που μου εξασφάλισαν αυτό το γέλιο το λυτρωτικό που στα δύσκολα σε κάνει βέβαια να φαίνεσαι λίγο απροσάρμοστος αλλά παράλληλα δεν σε αφήνει να παραλύσεις από το φόβο, τη λύπη και την αγωνία. Το γέλιο που, όταν γίνονται πραγματικότητα αυτά που κάποτε ανήκαν στην κατηγορία «αν μου συμβεί αυτό θα πεθάνω», σε βοηθάει να περάσεις στην απέναντι όχθη και να ανακαλύψεις ότι όχι απλώς δεν πέθανες αλλά βγήκες τόσο πιο δυνατός που αντί να προσπαθείς να τα ξεχάσεις, επιλέγεις να τα θυμάσαι και να συνεχίζεις να γελάς. Το γιατί και το πώς λειτουργεί όλο αυτό δεν το ξέρω ακριβώς να σας το πω, νομίζω όμως ότι το να μην το βάζεις κάτω και το να μπορείς να βρίσκεις κάτι θετικό να πιαστείς μέσα σε κάθε σκοτεινό τούνελ που θα περάσεις έχει τελικά να κάνει με την αγάπη σου για τη ζωή και την ενστικτώδη ανάγκη σου να ξαναβγείς στο φως. Με άλλα λόγια «είν’ η κρυφή σου, η ατέλειωτη δίψα που σε κρατάει ζωντανό, είν’ η δίψα για καθαρό ουρανό». Άλλωστε τα είπαμε. Ό, τι λέει ο Πορτοκάλογλου, είναι νόμος.