Μία από τις πιο τραγελαφικές έως τραυματικές εμπειρίες της ζωής μου ήταν το πρώτο μου μασάζ σε spa. Άργησα να το πάρω απόφαση, γιατί εκτός από ντροπιάρα είμαι και νευρόσπαστο και την ακινητοποίηση την αντιλαμβάνομαι ως τιμωρία, αλλά το μεγαλείο του δράματος που έζησα όταν είπα να δώσω μια ευκαιρία στο σπορ, δεν μπορούσα να τη φανταστώ ούτε σε εφιάλτη.
Ελεύθεροι και ωραίοι τότε εγώ και ο νυν σύζυγος, βρεθήκαμε για mini break σε υπέροχο επαρχιακό resort. Χειμώνας ήταν, ψοφόκρυο έξω, πόσους φυσιολατρικούς περιπάτους να κάνεις, πόσο σεξ, κάποια στιγμή μπουκώνει το πράγμα και πέφτει η φαεινή ιδέα του spa, που την ακούς σαν «πάμε να εξερευνήσουμε τη σπηλιά του Νταβέλη που λένε βέβαια ότι έχει αρκούδες αλλά είναι πολύ ρομαντικά?». Δε γίνεται όμως να αποκαλύψεις ότι ολόκληρη μουλάρα δεν έχεις ξαναμπεί σε spa και να ξεφτιλιστείς, άρα κάνεις ότι πετάς και τη σκούφια σου. «Αρκούδες? Δεν έχω καλύτερο!»
Ο πρώτος πανικός χτυπάει απότομα, καθώς έχεις να διαχειριστείς το τί να βάλεις. Πιο εύκολο να ντυθείς για το γάμο του βασιλιά, παρά χειμώνα για το spa. Να γίνεις σαν αυτούς που κοροϊδεύεις με τα μπουρνούζια και τις παντόφλες στους διαδρόμους του ξενοδοχείου, αδύνατον. Είσαι γκόμενα σε mini break, όχι λεχώνα στο Ιασώ. Σαγιονάρες, μαγιώ κλπ δεν παίζουν, διαθέτεις μόνο χειμερινό ρουχισμό και sexy εσώρουχα. Γνωρίζοντας πως ό,τι βάλεις εντός 10λέπτου θα το βγάλεις, καταλήγεις στα εσώρουχα, jeans, t-shirt και αθλητικά. Όταν φτάνεις βέβαια στο spa και είναι όοοολοι με μπουρνούζια και παντόφλες μοιάζεις λίγο με τον συντηρητή για τα air-condition αλλά το προσπερνάς γιατί έχεις μεγαλύτερα άγχη.
Στη ρεσεψιόν του spa μας υποδέχθηκαν με περισσή χαρά (με τα λεφτά που σε χρεώνουν για 50’ τρίψιμο πρέπει να μοιάζουμε όλοι με ολογράμματα σε χαρτονόμισμα), μου παρέδωσαν το κλειδί για το locker μου, fluffy μπουρνούζι και ασορτί παντόφλα, πετσέτα και ένα scrunchie λαστιχάκι για τα μαλλιά, μας ενημέρωσαν ότι εμένα θα με αναλάμβανε η Σοφία και τον καλό μου η Marissa και τραβήξαμε ο καθένας το δρόμο του για τα αποδυτήρια. Ολομόναχη πια, έκανα αρκετές αγχωμένες βόλτες γύρω γύρω το λαβύρινθο με τα ντουλάπια μέχρι να βρω το locker μου αλλά το βρήκα και άρχισα να γδύνομαι, παίρνοντας κουράγιο από 2-3 άλλες που τα πετούσαν χαρούμενες και δε φάνηκε να μου δίνουν καμία σημασία, πράγμα καλό.
Κι εκεί χτυπάει ο δεύτερος πανικός του τί θα βγάλεις. Θα αφήσεις κάτι μέσα από το μπουρνούζι και τι? Το τίποτα δε φαίνεται λογικό, διότι αν σε γυρίσουν ανάσκελα? Όχι, χίλιες φορές να σε τρίψουν μαζί με το τζιν. Κι απ’ την άλλη πάλι, δεν έφερες ζώον ένα σεμνό βρακί μαζί, μια συλλογή από string, νταντέλες και φιόγκους έχεις ξεκουβαλήσει στο βουνό, θα γελάει η κοπέλα και με το δίκιο της και θα φοβάται και να σε λαδώσει. Πφφφφ… Αποφασίζεις να κρατήσεις το βρακάκι και προβληματίζεσαι τώρα για το σουτιέν. Μπα. Καλύτερα topless παρά να κάνεις μετά στριπτίζ, γιατί θα σε βάλει η Σοφία να το βγάλεις οπωσδήποτε, σιγά μη σε ζουπάει μετ’ εμποδίων, άλλη δουλειά δεν έχει.
Με τα πολλά, έβαλα το μπουρνουζάκι και τα παντοφλάκια μου, έπιασα μια ωραία αλογοουρά το μαλλί με το scrunchie και εννοείται θυμήθηκα να επισκεφτώ και την τουαλέτα, αφού δεν είχα δει σε κανένα έργο να σηκώνεται ο λαδωμένος από το κρεβάτι του μασάζ για να πάει για κατούρημα. Δυστυχώς σήμανση για την τουαλέτα δεν υπήρχε, όποτε οι 2-3 που ήταν εκεί με είδαν να ανοίγω διαδοχικά μια ντουζιέρα, την αποθήκη με τις σκούπες και μία ντουλάπα με ρολά υγείας μέχρι να τη βρω.
Δεκαπέντε λεπτά μετά την είσοδό μου βγήκα κιουρία από τα αποδυτήρια και μπήκα στο περίφημο relax area, όπου βρήκα δύο αγνώστους ταβλιασμένους στις σαιζ-λονγκ και τον Βασίλη μου, να σερβίρεται κρύο τσάι με βότανα από ένα τραπεζάκι που διέθετε επίσης ελιές θρούμπες, αποξηραμένα σύκα και χουρμάδες.
Πλησίασα κι εγώ δήθεν χαλαρή και έβαλα στο στόμα μου ένα σύκο, που όμως πρέπει να ήταν εκεί 1-2 μέρες και είχε γίνει πέτσινο και είχε και κοτσανάκι αλλά αφού σκουπίδια δεν έβλεπα στο χώρο, αποδέχτηκα το γεγονός ότι έπρεπε όχι απλώς να το μασήσω αλλά και να το καταπιώ μαζί με το κοτσάνι, διατηρώντας παράλληλα τη γοητεία μου.
Πρώτη ήρθε η Σοφία, η θεραπεύτριά μου, ελληνίδα, μεσήλικη, με μελιτζανί μαλλιά και τη γνωστή προφορά με λλλι και νννι που μέσα στο συγκεκριμένο περιβάλλον μου φάνηκε διασκεδαστικά σουρεαλιστική. Μου συστήθηκε και ξεκινήσαμε για το δωμάτιο θεραπείας, όταν την ώρα που έκλεινα το μάτι στον Βασίλη, τύπου see you later, μπαίνει η δική του θεραπεύτρια, η Marissa, της οποίας η σκούφια δεν ξέρω από πού κρατάει, αυτό που ξέρω είναι ότι ήταν γύρω στο 1,75, μελαχρινή με μακριά πλεκτή κοτσίδα, πράσινα μάτια και φακίδες, σουλούπι αιλουροειδούς και πλατύ χαμόγελο που δεν μας ξεγελάει μαντάμ, δεν είμαστε τίποτα χθεσινές, μη μας το παίζεις εμάς αθώα περιστερά.
Βεβαίως, αν είσαι σοβαρός άνθρωπος, που είσαι, αντιλαμβάνεσαι ότι πρόκειται για θε-ρα-πευ-τι-κό μασάζ, οπότε δεν έχει καμία πρακτική σημασία αν ο θεραπευτής είναι άντρας ή γυναίκα, αρκεί να είναι διακριτικός και προσεκτικός, διότι εν πάση περιπτώσει, ξένος άνθρωπος είναι από κάτω. Πες μου όμως εσύ… Αν ο ξένος άνθρωπος από κάτω είναι ο άντρας σου, με τι καρδιά βλέπεις να στον παίρνει η γαζέλα στην απομόνωση για να στον λαδώσει και να στον τρίψει τσίτσιδο και ξαπλωτό???
Ένιωθα τα μελίγγια να χτυπάνε στους κροτάφους μου, φαντάζομαι όπως πριν το μίνι εγκεφαλικό, και ξαφνικά είχα τόσα νεύρα με την κοντή μελιτζάνα που μου’ λαχε για μασούζ, που ούτε τα 50 πουλάκια που τιτίβιζαν στους κρυφούς καταρράκτες μέσα στα ηχεία δεν μπορούσαν να με ηρεμήσουν. Γδύθηκα με το ζόρι και ξάπλωσα στο κρεβάτι του βασανιστηρίου, όπου έπρεπε να βάλω τη μούρη μου μέσα σε μία τρύπα με πετσέτες και να κάνω ότι αναπνέω, ενώ εμ δεν ανέπνεα, εμ δεν έβλεπα και την τύφλα μου.
Στο μυαλό μου ηχούσαν μόνο οι φανταστικοί διάλογοι που θα έκανε ο Βασίλης με τη Μαρίτσα στο παραδιπλανό δωμάτιο, όσο αυτή θα του διηγείτο χαϊδεύοντάς του την πλάτη τη λυπητερή ιστορία της ζωής της από τα φτωχά παιδικά της χρόνια στην Τσεχία μέχρι την Ελλάδα που έμελε να γίνει το προσωπικό της Βιλαμπάχο, να τρίβει ολημερίς αχάριστα κορμιά για ψίχουλα, ελπίζοντας ένας καλός και σοβαρός άνθρωπος να τη σώσει και να την κάνει πριγκίπισσα. Η μαλάκω!!!
Πέρασα μία δραματική ώρα προσπαθώντας να ηρεμήσω στα χέρια της κυρίας Σοφίας, η οποία σημειωτέον από μασάζ ήξερε λίγα περισσότερα από μένα, μιας που βασικά ήταν μανικιουρίστα και αντικαθιστούσε έναν άρρωστο συνάδελφο, είχε τοποθετήσει δίπλα της ένα πλαστικοποιημένο Α4 με κάτι σαν μυϊκό χάρτη του ανθρωπίνου σώματος,
μία κοιτούσε το χάρτη μία ταλαιπωρούσε την πλάτη μου, αλλού να με πατάει δεξιά κι αλλού αριστερά, ενώ παράλληλα για να με αποπροσανατολίσει μου διηγείτο την ιστορία του spa από την ανέγερσή του σαν να λέμε, και τη γνωριμία της με τον Αντρέα και τη Δήμητρα (τη Λιάννιη ντε), που ήταν το είδωλό της, ενώ εγώ αναλογιζόμουν πόσο ηλίθια είμαι που για όλο αυτό θα πλήρωνα μετά τα νεοαποκτηθέντα κέρατά μου, ενώ και για τα κέρατα αυτοί φταίγανε (και κανονικά έπρεπε να με αποζημιώσουν) αλλά και για το μασάζ εδώ που τα λέμε, είχα εντελώς δωρεάν και τον άντρα μου, που και καλύτερα χαϊδεύει και πιο ωραία παραμύθια λέει.
Εν τέλει, σηκώθηκα από το κρεβάτι βλέποντας θολά από το τράβηγμα της μούρης μου στην τρύπα τόση ώρα, με αμείωτο εκνευρισμό και τρομερή όρεξη για καυγά, σήκωσα το τσαλακωμένο φρύδι μου στην κ. Σοφία και της είπα με ύφος 10 Ζωές Κωνσταντοπούλου:
- Καλά, κ. Σοφία, με πόσο λάδι με πασαλείψατε? Χωριάτικη μου το κάνατε το Victoria’s Secret. Και τέλος πάντων ολόκληρο spa πολυτελείας, δεν έπρεπε να δίνετε στον κόσμο κάτι να φοράει να μη λερώνει τα εσώρουχά του?
- Σας δώσανε στη ρεσεψιόν εσώρουχο μίας χρήσης.
- Μπα? Πού’ ντο και δεν το βλέπω?
- Στα μαλλιά σας…