Υπάρχουν μέρη που πας και δροσίζεσαι, υπάρχουν κι εκείνα που πας και ζορίζεσαι. Ο παιδίατρος είναι ένα μέρος στο οποίο κατά κανόνα ζορίζεσαι, εκτός αν πηγαίνεις χωρίς παιδί, ας πούμε για να πάρεις μια αθλητική βεβαίωση, που και πάλι δηλαδή ζορίζεσαι γιατί καμία όρεξη δεν έχεις να τρέχεις κάθε χρόνο για τις βρωμοβεβαιώσεις, λες και είναι πολύ πιθανό από πέρσι μέχρι φέτος να απέκτησε το 8χρονο στεφανιαία νόσο ή λες και του κάνει ο παιδίατρος τεστ κοπώσεως προτού υπογράψει.
Τα συνήθη σενάρια της εν λόγω επίσκεψης, πάντως, είναι δύο. Ή σέρνεις πίσω σου ένα παιδί υγιέστατο που καθόλου δεν θέλει αλλά πρέπει να εμβολιαστεί ή σέρνεις πίσω σου ένα παιδί που ψήνεται, βήχει, ξερνάει, χέζεται κλπ σε τέτοιο βαθμό που κρίνεις απαραίτητο να το δει ο γιατρός, αν όχι για το ίδιο, τουλάχιστον για τη δική σου ψυχική ηρεμία.
Κι ενώ κάποιος που δεν έχει παιδιά μπορεί να φαντάζεται ότι το χειρότερο από τα δύο σενάρια είναι αυτό με το άρρωστο παιδί, αποφάσισα πρόσφατα ότι ισχύει το αντίθετο. Διότι το άρρωστο παιδί, καταρχάς είναι ήδη άρρωστο 2-3 μέρες, κατά τις οποίες τη νύχτα κάνεις την κουκουβάγια και τη μέρα σενάρια καταστροφής με μεταλλαγμένες γρίπες, οπότε ο παιδίατρος αποτελεί μια κάποια ελπίδα, ένα φως στο τούνελ, διότι κάτι θα σου πει να σε καθησυχάσει, κάτι θα σου δώσει για να τελειώσει το δράμα σας. Επίσης, εφόσον το παιδάκι σου είναι ήδη τα χάλια του, δε ρισκάρεις και πολλά που το φορτώνεις με 39 πυρετό στο αμάξι και το αδειάζεις στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου με άλλα, επίσης άρρωστα στην πλειοψηφία τους παιδάκια. Εντάξει, μια μικρή ανησυχία την έχεις μην πάτε με βρογχίτιδα και γυρίσετε με bonus γαστρεντερίτιδα αλλά συνήθως το καημένο είναι τόσο ρετάλι που δεν έχει καμία όρεξη να παίξει με τα άλλα παιδιά, τα οποία άλλωστε οι μανάδες τους τοποθετούν σχεδόν κάτω από τη φούστα τους με το που βλέπουν το δικό σου το κατακίτρινο να μπαίνει βήχοντας και ρουφώντας τη μύξα του.
Άκου τώρα το άλλο σενάριο, όπως ακριβώς το έζησα προχθές, και κρίνε μόνος σου ποια από τις δύο βίζιτες είναι πιο ζόρικη.
Το 7χρονο κοριτσάκι σου, ως εκ θαύματος εν μέσω εποχής ιώσεων, χαίρει άκρας υγείας. Ευκαιρία λοιπόν να ξεμπερδεύεις με το εμβολιάκι που του χρωστάς από πέρσι, που τότε ήταν σε έλλειψη, που μετά το βρήκες αλλά την ημέρα που θα το κάνατε αρρώστησε και μετά ήταν Χριστούγεννα και μετά πάλι δεν υπήρχε, αλλά τελικά κλάφτηκες σε όλα τα φαρμακεία της περιοχής και σου έδωσαν ένα τελευταίο για να γλιτώσουν από σένα. Ξεκινάς λοιπόν με το σπλάχνο σου, το οποίο σε όλη τη διαδρομή προς το ιατρείο επικεντρώνει το σύνολο των ανεξάντλητων δυνάμεών του στο να γκρινιάζει για το τσίμπημα που έπεται, αναγκάζοντάς σε να εξηγείς επί 20’ πού ακριβώς θα γίνει το τσίμπημα, για ποια αρρώστια είναι, τι σημαίνει αυτή η αρρώστια, πόσο πονάει το τσίμπημα, για πόσες μέρες θα πονάει το μπράτσο από το τσίμπημα, πόσα εμβόλια έχουμε ακόμα, πόσο έκλαιγε όταν ήταν μικρή, αν έκλαιγε ο μεγάλος αδερφός της, αν έκλαιγες εσύ όταν ήσουν μικρή, τι σου έλεγε η γιαγιά η Λιάνα για παρηγοριά, τι δώρο θα της κάνεις αν δεν κλάψει, αν γίνεται να το πούμε και στη γιαγιά ότι δεν έκλαψε για να της κάνει κι εκείνη δώρο.
Με το που μπαίνετε στην αίθουσα αναμονής, εσύ μπροστά το σπλάχνο από πίσω με ρυθμό παραφαγωμένου σαλίγγαρου, βλέπεις μία κυρία με ένα αγοράκι 3-4 ετών, το οποίο έχει μουστάκι από ξεραμένες μύξες, πηγαινοέρχεται σαν αυτιστικό πάνω σε ένα κουνιστό αλογάκι και τα λίγα ψευδά που λέει τα λέει με τη μύτη. Τοποθετείς παραμάσχαλα την κόρη σου, η οποία ξαφνικά έχει μια πελώρια λαχτάρα να καβαλήσει το μωρουδιακό αλογάκι, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω είχατε και στο σπίτι σας αλλά το χάρισες προ τριετίας γιατί το αντιμετώπιζε όπως ακριβώς και το στεγνωτήριο (για το πλυντήριο έδειχνε ένα κάποιο ενδιαφέρον ενίοτε), και την καθίζεις στη διπλανή αίθουσα, των ενηλίκων, ψάχνοντας εναγωνίως στο τραπεζάκι για κανένα παραμύθι για να την απασχολήσεις, καταλήγοντας να της διαβάζεις τα οφέλη του θηλασμού για τον μαστό, εικονογραφημένα.
Όταν ανοίγει η πόρτα του εξεταστηρίου, βγαίνει ένα κοριτσάκι επίσης γύρω στα 4 με τον μπαμπά του, ο οποίος ολοφάνερα έχει κάνει κουδούνι τον γιατρό με αστειάκια με τα οποία γελάει μόνος του, ο οποίος γιατρός για να σωθεί καλεί αμέσως μέσα το μουστακαλίδικο με τη μαμά του, και ξεμένετε στην αναμονή με το κοριτσάκι, που δεν εννοεί να ξεκουμπιστεί και στο οποίο ο μπαμπάς μιλάει ήρεμα, αργά και πεντακάθαρα, σαν να προσπαθεί να το υπνωτίσει, παραδίδοντας ολοφάνερα σε σένα μαθήματα parenting.
- Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να παίξεις λίγο ακόμα με τα παιχνίδια αγάπη μου;
- Ναι.
- Πολύ ευχαρίστως, αν είναι αυτό που επιθυμείς. Μήπως όμως θα προτιμούσες να παίξεις με τα παιχνίδια σου στο σπίτι μας που είναι και περισσότερα και ωραιότερα;
- Όχι.
- Πολύ καλά, ας παίξουμε λίγο ακόμα εδώ. Είδες τι ωραία που συνεννοούμαστε;
Εσύ στο μεταξύ έχεις την εσωτερική παρόρμηση να εξηγήσεις στον πανηλίθιο ότι αφενός δεν βρίσκεται σε παιδότοπο και αφετέρου ότι όταν τα βιβλία παιδοψυχολογίας λένε να μιλάμε στα παιδιά μας όπως στους ενήλικες εννοούν κανονικούς ενήλικες και όχι κωφάλαλους ή καθυστερημένους, αλλά την αγνοείς γιατί προέχει να περάσεις από ακτινογραφία το κοριτσάκι του, που ομολογουμένως δεν παρουσιάζει εμφανώς ανησυχητικές ενδείξεις. Υποθέτεις ότι για εμβόλιο ήρθαν κι αυτοί, οπότε αφήνεις δειλά δειλά τη δική σου να τους πλησιάσει γιατί δεν την παλεύει άλλο με το περιοδικό με τα βυζιά. Η οποία, μόλις καβαλήσει το πλαστικό ψωράλογο, μεγαλοπιάνεται και αντί για το κοριτσάκι πιάνει κουβεντούλα με τον κατά φαντασίαν παιδοψυχολόγο μπαμπά:
- Εγώ, ξέρεις, δεν είμαι άρρωστη. Έχω έρθει μόνο για να κάνω εμβόλιο.
- Μπα; Δεν είσαι λίγο μεγάλη για εμβόλιο;
- Είναι το προτελευταίο μου. Έχω άλλο ένα και μετά θα ξανακάνω όταν θα είμαι πολύ μεγάλη. Εσένα το παιδί σου γιατί ήρθε; Είναι άρρωστο;
Και αρχίζει το σπλάτερ…
- Εμείς ήρθαμε γιατί της Κατερινούλας πριν από 10 μέρες της πονούσε πάρα πολύ το αυτί της και δεν άκουγε καθόλου και είχε και πολύ πυρετό και πήρε για πρώτη φορά στη ζωή της αντιβίωση αλλά ούτε και με την αντιβίωση της πέρασε και γι’ αυτό ήρθαμε, γιατί την πονάει ακόμα…
Όπως καταλαβαίνεις εγώ από δίπλα είμαι σε κατάσταση γενικού συναγερμού και προσπαθώ με νοήματα τροχονόμου να πω στη δική μου να ξεκολλήσει από την ωτίτιδα που παίζει με τις Barbie και να ξαναμαζευτεί κοντά μου μπας και τη γλιτώσουμε, ενώ ο Xanax-overdosed μπαμπάς ρίχνει τη χαριστική βολή:
- Έχεις κάνει πολλά εμβόλια;
- Ναι. Πιο παλιά έκλαιγα γιατί ήμουνα μωρό, αλλά τώρα δεν κλαίω και ο γιατρός μου δίνει αυτοκόλλητα και η μαμά μου παίρνει δώρο. Ούτε ο αδερφός μου κλαίει.
- Α, μπράβο μικρούλα μου, είσαι πολύ γενναία. Ξέρεις, η Κατερινούλα δεν έχει κάνει ποτέ κανένα εμβόλιο. Ούτε ένα!
Στο οποίο σημείο έχω σηκωθεί όρθια και τινάζω τα χέρια μου στον αέρα δείχνοντας στο κοριτσάκι μου το κινητό τηλέφωνο που θα της δώσω να παίξει σε αντικατάσταση της κινητής βόμβας λοιμωδών νοσημάτων, ενώ έχω ήδη αρχίσει να φαντάζομαι πώς θα είναι η ζωή μας στη Σπιναλόγκα…
Τί σου είπα; Θρίλερ.