Όταν ήμουν περίπου 13 ετών, ο μπαμπάς μου μετά από 2 βαρβάτα εμφράγματα που οδήγησαν σε 4πλό bypass στο Λονδίνο αποφάσισε ότι η ζωή είναι μάλλον μικρότερη απ’ ό,τι νόμιζε και ένα χρόνο μετά μάς πήρε όλους μαζί του στη Βρετανική πρωτεύουσα, Ιούνιος του ’90 θα ‘τανε θαρρώ, όπου επί 2 εβδομάδες έπρεπε να υποβληθεί σε διάφορα τσεκ-απ για να σιγουρευτεί ότι δεν θα τρίτωνε άμεσα το κακό.
Όλους όταν λέω εννοώ τη μαμά μου, εμένα και τις δύο μικρότερες αδερφές μου, 10 και 8 ετών τότε. Όπως αντιλαμβάνεσαι, 15ήμερο ταξιδάκι για 5μελή οικογένεια στο Λονδίνο δεν βγαίνει και τζάμπα πράμα, οπότε το πλάνο του πατέρα μου για να δικαιολογήσει το έξοδο στο οικογενειακό μας budget ήταν να του προσδώσει έντονο εκπαιδευτικό χαρακτήρα και να γνωρίσουμε τόσο καλά το Λονδίνο, που να μη χρειαστεί να το δούμε ποτέ ξανά. Και τα κατάφερε. Για αρκετά χρόνια μετά, ακούγαμε Λονδίνο και τρεπόμασταν σε άτακτη φυγή.
Μείναμε σε ένα διαμέρισμα στο Hampstead, από το οποίο το μόνο που θυμάμαι είναι η Κύπρια κυρία στο μανάβικο της γειτονιάς, με την οποία ανταλλάσσαμε καθημερινά 3-4 ελληνικές λέξεις (τις ίδιες κάθε μέρα) στο δρόμο προς το μετρό. Για να προλάβουμε, όμως, όλο το πρόγραμμα επισκέψεων που είχε σχεδιάσει ο μπαμπάς έπρεπε στις 8.30 το αργότερο να έχουμε τελειώσει τις καλημέρες με τη μανάβισσα. Αυτό σημαίνει ότι μας ξύπναγαν κάθε πρωί στις 7, για να προλάβουμε να φάμε πρωινό και να δούμε 30’ τηλεόραση, που ήταν και η μοναδική μας ελεύθερη ώρα. Βεβαίως η αγγλική τηλεόραση το 1990 στις 7πμ έπαιζε βασικά ειδήσεις και ένα βαρετό τηλεπαιχνίδι, το Chain Letters – του οποίου ο παρουσιαστής είχε κάποιο πρόβλημα και το δεξί του χέρι ήταν το μισό σε μέγεθος από το αριστερό – που για να καταλάβεις πόσες κατάρες ρίχναμε κάθε πρωί, λίγες μέρες μετά κόπηκε. Η εκπομπή, όχι το χέρι.
Στη συνέχεια εμείς φορούσαμε μισή ντουλάπα ρούχα η καθεμία, καθώς τον Ιούνιο στο Λονδίνο ξεκινάς με μπουφάν, το μεσημέρι κυκλοφορείς με μακό, το απόγευμα με φούτερ και το βράδυ μετανιώνεις που δεν πήρες τον σκούφο σου, και η μαμά μου ετοίμαζε γιγάντιες μπαγκέτες – που δεν τρώγαμε ποτέ – για τον δρόμο, εφαρμόζοντας το τοπικό μότο «better safe than sorry».
Δεν μπορώ να θυμηθώ όλα τα μουσεία και τα αξιοθέατα που είδαμε, αφενός γιατί έχουν μεσολαβήσει 27 χρόνια και αφετέρου γιατί ήταν τόσα πολλά, τόσο στριμωγμένα και είχα τέτοια κούραση από το express της βρετανικής κουλτούρας που με πάταγε καθημερινά, ώστε μάρμαρα, σκελετοί, μούμιες, τυραννόσαυροι, τρένα, άγκυρες, κανόνια κλπ είχαν γίνει από τότε ένα μωσαϊκό στο κεφάλι μου με τίτλο «I will survive». Θυμάμαι όμως κάποια highlights, που πρέπει να τα διατήρησε ζωντανά στη μνήμη μου η γελοιότητά τους.
Όπως η επίσκεψή μας στο μουσείο της Madame Tussauds, στο οποίο ο μπαμπάς είχε την εμμονή να μας φωτογραφίζει με τα κέρινα εκθέματα, όχι ως επισκέπτες αλλά σαν να είμαστε κι εμείς κομμάτι του κάθε σκηνικού με την ανάλογη στάση και ύφος. Πράγμα που μπορεί να είχε κάποιο νόημα για τα εκθέματα που βρίσκονταν εν ζωή, διότι ας πούμε θα μπορούσαμε κάλλιστα να έχουμε θεία τη Madonna, αλλά με τους προ αιώνος και βάλε τεθνεώτες το αποτέλεσμα ήταν τελείως κουλό. Να δες τώρα εμένα σε βαθύ προβληματισμό, έτοιμη να υποδείξω στο κουφάλογο τον Λούντβιχ να βάλει άλλο δαχτυλάκι στο σι μπεμόλ γιατί δεν του βγαίνει καθαρό το κατέβασμα. Ντιπ βλαμμένη.
Για να μη σου πω και για τον κάτω όροφο της Madame, στον οποίο είχε κανονική αναπαράσταση βασανιστηρίων και μεθόδων εκτελέσεων, απαγχονισμούς, ηλεκτρικές καρέκλες κλπ, θέαμα που σε συνδυασμό με την άλλη βίζιτα του τρόμου στο μακαβριότατο London Dungeon, θα μπορούσε να μας έχει κάνει να κατουριόμαστε μέχρι τα 20 και βάλε. Ευτυχώς τη γλιτώσαμε με συγκριτικά ασήμαντα κουσούρια, δηλαδή η μία βλέπει splatter για να νανουριστεί, η άλλη βασάνιζε για 2-3 χρόνια τις Barbie (τους έκαιγε το μαλλί στο γλόμπο του γραφείου της και μετά βύθιζε το γλόμπο σε ποτήρια με νερό βυθίζοντας και όλο το σπίτι στο σκοτάδι), κι εγώ φοβάμαι τα ντους.
Μετά ήταν και εκείνη η διαδρομή με τον υπόγειο. Γενικώς, θυμάμαι ότι το τρένο μας άρεσε. Λίγο που η Ελλάδα τότε από τρένα είχε μόνο τον ΗΣΑΠ, λίγο αυτό το ρομποτικό «Μάιντ δε γκαπ, μάιντ δε γκαπ» που ακουγόταν από τα μεγάφωνα κάθε που πλησίαζε βαγόνι και πολύ το διασκεδάζαμε να μιμούμαστε τη φωνή παριστάνοντας τα ζόμπι, λίγο που –συνήθως- καθόμασταν στη διαδρομή και ξαποσταίναμε από τον ποδαρόδρομο, το τρένο ήταν συνολικά μια θετική εμπειρία. Αν εξαιρέσεις εκείνο το μεσημέρι, που το τρένο έφτασε όπως τα βαγόνια για το Άουσβιτς. Πίτα. Μπήκαμε μέσα πατείς με πατώ σε άγγλοι, γάλλοι, πορτογάλοι, κινέζοι και αφρικανοί, τόσο στριμωγμένοι που στη διαδρομή δεν χρειαζόταν να κρατηθούμε από πουθενά, διότι δεν υπήρχε πουθενά χώρος για να πέσουμε. Πηγαινοερχόμασταν στα φρένα όλοι μαζί, ένα σώμα, 100 φωνές, 200 ιδρωμένες μασχάλες. Και τότε, κάποιος την αμόλησε. Κάποιος καταραμένος μέσα στο πλήθος επερδεύθη ύπουλα πόρδο φονικό. Μιλάμε για μπόχα επιπέδου να ψάχνεις να βρεις το panic button. Να ζητάμε οι πατημένες σαρδέλες έλεος σε όλες τις γλώσσες, τζίζους κράιστ, μον ντιέ, βόηθα Παναγιά, και την απόσταση μέχρι την επόμενη στάση να την μετράμε σε χρόνους ταινίας Αγγελόπουλου. Στην οποία επόμενη στάση κατέβηκε πάνω από το μισό βαγόνι, ασχέτως για πού είχε ξεκινήσει αρχικά ο καθένας, εννοείται κι εμείς μαζί. Μέσα πρέπει να έμειναν ο ένοχος κλάστης, 5 γέροι που είχαν μια αβεβαιότητα ως προς την αθωότητά τους, 2 συναχωμένοι κι ένας μεθυσμένος.
Και μιας που μιλάμε για μυρωδιές, θυμήθηκα και το θέμα φαγητό. Προφανώς η πρώτη ανάμνηση που ξεπετάγεται όχι μόνο στο μυαλό αλλά και στη γλώσσα μου είναι τα Burger King και τα onion rings τους. Αλλά στο ν.2 των γαστρονομικών αναμνήσεών μου είναι το παγωτό στη Harley Street Clinic. Μάλιστα, στο νοσοκομείο. Διότι όπως προείπα, στο Λονδίνο βρεθήκαμε με αφορμή τα τσεκ απ του μπαμπά και κάθε τόσο μεταξύ μουσείων, καθεδρικών και ανακτόρων, κάναμε και μία στάση για ένα καρδιογράφημα ή ένα τεστ κοπώσεως, που αν με είχαν ρωτήσει δηλαδή θα τους είχα εξηγήσει ότι αχρείαστο ήταν γιατί ουσιαστικά ένα τεστ κοπώσεως κάναμε καθημερινά όλοι μαζί. Κάθε φορά λοιπόν που έβγαιναν καλές οι εξετάσεις, το γιορτάζαμε οικογενειακώς με ένα παγωτάκι στην τραπεζαρία του νοσοκομείου. Να ‘ταν η χαρά για τα καλά τα νέα; Να ‘ταν η ζέστη (η ποια;) του Ιουνίου; Να ‘ταν το διάλειμμα από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα; Αυτό το παγωτάκι παρέα με το μπισκοτάκι του, μου έχει μείνει αξέχαστο.
Και για το τέλος, έχουμε μία παραλίγο τραγωδία, τότε που χάσαμε τη μικρή μου αδερφή μέσα στο Selfridges. Διότι ενώ κάθε μάνα που ξεκινάει για οπουδήποτε με τρία παιδιά θα όφειλε να τα έχει με GPS, ακολουθεί αντ’ αυτού την κομπογιαννίτικη μέθοδο «μετράω κεφάλια». Άλλο όμως να μετράς στις κούνιες της γειτονιάς κι άλλο σε πολυόροφο κατάστημα παιχνιδιών όπου τα παιδικά κεφάλια σε ώρα αιχμής μπορεί να είναι και καμιά εκατοστή. Μέτραγε κι η μανούλα μου ένα-δύο-τρία, ένα-δύο-τρία αλλά στο τρία χώθηκε ξαφνικά ένα άγνωστο κοριτσάκι με παράστημα και αλογοουρά παρόμοια με του δικού μας, το οποίο κάποια στιγμή γύρισε και την κοίταξε με τα αθώα ασιατικά ματάκια του. Συναγερμοί, ανακοινώσεις από τα μικρόφωνα, σφράγισμα εισόδων-εξόδων, κλάμα η μάνα μου, κλάμα κι εμείς, μέχρι που τελικά ανακαλύψαμε το Χάσκι της οικογένειας μέσα σε κάποιο σπιτάκι να μαγειρεύει αμέριμνο πλαστικά αυγά. Το σουρεαλιστικό της υπόθεσης, όμως, είναι ότι ενώ στην επίσκεψη αυτή παραλίγο από τρεις αδερφούλες να μείνουμε δύο, σε σχετικό φωτογραφικό στιγμιότυπο έχουμε γίνει τέσσερις!
Όσο και να βασανίζω τη μνήμη μου αρνείται να ανασύρει οποιαδήποτε βοηθητική πληροφορία, οπότε έχω καταλήξει στα εξής σενάρια:
- Το κοριτσάκι το αναγκάσαμε να φωτογραφηθεί μαζί μας για να μην μας λείπει η μάσκα ποντικάκι από το ensemble.
- Το κοριτσάκι το έσερνε μαζί της με το ζόρι η μάνα μου που έχοντας κινδυνεύσει να χάσει ένα παιδί αποφάσισε να πάρει ένα έξτρα για καβάτζα.
- Το κοριτσάκι πόζαρε αμέριμνο για τη μαμά του και του την πέσαμε όλοι οι μασκοφόροι από πίσω για να φωτογραφηθούμε μαζί του. Το κοριτσάκι έχοντας παραλύσει από το φόβο, παρέμεινε ακίνητο.
Όπως είναι προφανές, το πρώτο μας ταξίδι στο Λονδίνο εκτός από τον εκπαιδευτικό του χαρακτήρα είχε έντονο και το στοιχείο της ταλαιπωρίας. Γιατί ο μπαμπάς μου ήταν άνθρωπος που όπου και να μας πήγαινε εννοούσε να δει και να μας δείξει τα πάντα, θέλαμε δεν θέλαμε. Είτε βρισκόταν στο Πήλιο είτε στην Αμερική, θεωρούσε αδιανόητο να μην ανακαλύψει τον τόπο και τα αξιοθέατά του και στρίμωχνε όσο περισσότερα μπορούσε στις μέρες που διέθετε, με αποτέλεσμα να μας βγάζει νοκ-άουτ και να ψιλοδυσανασχετούμε κάθε που πλησίαζε ταξίδι ή εκδρομή. Μπορεί να ήταν η λαχτάρα του για τη γνώση, μπορεί να ήξερε υποσυνείδητα ότι ο χρόνος του δεν θα ήταν αρκετός. Σκεφτόμουν όμως πρόσφατα με αφορμή τη γιορτή του πατέρα που τα τελευταία 15 χρόνια έχει για μένα γλυκόπικρη γεύση, πόσο τυχερή ήμουν που έκανα μαζί του εκείνο το ταξίδι. Πόσο εύκολα θα μπορούσε να είχε φύγει την προηγούμενη χρονιά και να έχω μείνει χώρια του από τα δεκατρία μου. Πόσο φορτισμένες συναισθηματικά πρέπει να ήταν αυτές οι μέρες για τον ίδιο, που ένα χρόνο πριν βρέθηκε εκεί χωρίς να ξέρει αν θα γυρίσει πίσω, και μπόρεσε όχι μόνο να επιστρέψει στο Λονδίνο νικητής αλλά και να μας αλλάξει τα φώτα στην ξενάγηση, ντοπαρισμένος από την ευτυχία του με την ετυμολογική σημασία της λέξης. Ήταν πεισματάρης, απόλυτος και υπέρ του δέοντος αυστηρός, αλλά ήταν ακόμα εκεί. Και για αυτή τη μικρή αλλά τόσο πολύτιμη παράταση του χρόνου μου μαζί του, θα είμαι για πάντα ευγνώμων.