Λίγους μήνες αφότου έσουρα σε τούτο εδώ το blog τα εξ αμάξης στον μακαρίτη τον πατέρα μου που μας τραβολογούσε κάποτε σε ό,τι μουσείο βρήκε στις υποσημειώσεις των ταξιδιωτικών οδηγών του Λονδίνου αλλά και στη μάνα μου που έβαλε στη βαλίτσα ό, τι ρούχα να’ ναι και κυκλοφορούσαμε σαν κινούμενο αξιοθέατο για τους υπόλοιπους τουρίστες, ήρθε φέτος η ώρα να κάνω το ίδιο ταξίδι με τα δικά μου παιδιά και να τα κάνω τα εξ αμάξης γαργάρα, κυρίως γιατί, όπως αποδεικνύεται, έχω γίνει φτυστή ο πατέρας μου. 15 μέρες και νύχτες μου πήρε για να καταφέρω να χωρέσω μέσα σε μία σκάρτη εβδομάδα όλα τα αξιοθέατα του Λονδίνου, άσε που μου ’μεινε στο χέρι ο Άγιος Παύλος και ακόμα τον βλέπω στον ύπνο μου μαζί με τον Πάπα για κάποιο λόγο. Για να συμβεί το θαύμα, περισσότεροι χάρτες ήταν απλωμένοι στην τραπεζαρία μου αυτές τις 2 εβδομάδες παρά στην αίθουσα συσκέψεων του Τσώρτσιλ μεσοπόλεμα, είμαι δε σίγουρη ότι αυτός κοιμόταν και λίγο περισσότερο από μένα.
Όσο καλομελετημένο κι αν είναι όμως το πλάνο, είναι γνωστό τοις πάσι ότι την ώρα που το καταστρώνεις ο Μεγαλοδύναμος από πάνω ξεκαρδίζεται και ποτέ μα ποτέ δεν έχει κάνει κανείς ταξίδι με παιδιά ατσαλάκωτος και αταλαιπώρητος ούτε μέχρι την Καλαμπάκα. Έλα όμως που πλέον ζούμε στην εποχή των social media, δημοσιοποιούμε μόνο τα highlights κι αυτά με φίλτρα και αναρωτιέται ο κάθε πικραμένος τι κάνει λάθος και δεν τσουλάει και η δική του η ζωή σαν το μικρό σπίτι στο λιβάδι. Αφού, λοιπόν, ανέβασα κι εγώ τα ατμοσφαιρικά μου stories στο instagram και χόρτασα καρδούλες, ιδού και το behind the scenes του ταξιδιού μας, άφιλτρο και αμακιγιάριστο και με τα σχετικά του διδάγματα προς παρηγοριά αλλά και συμμόρφωση του μελλοντικού ταξιδιώτη. Στην τελική ας υπάρχει και μια ποικιλία στην ηλιθιότητα, μην κάνουμε όλοι τα ίδια.
Τα «ακατάλληλα για το instagram» άρχισαν στην περίπτωσή μας προτού καν γεμίσουμε βαλίτσες. Διότι Δευτέρα του Πάσχα θα φεύγαμε και Μεγάλη Τετάρτη ξυπνάει ο γιος μου με πυρετό, επιβεβαιώνοντας περίτρανα την παγκόσμια συνομωσία των απανταχού ανηλίκων να αρρωσταίνουν του θανατά όποτε οι γονείς τους έχουν προγραμματίσει ταξίδι. Και καθώς το Μ. Σάββατο τα δέκατα εξακολουθούσαν, αντί να πάμε εκκλησία για μετάληψη πήγαμε τράπεζα για ανάληψη, προκειμένου να ενισχύσουμε το παγκάρι του Μητέρα. Όπου όχι μόνο διαπιστώθηκε ότι το παιδί είχε γρίπη Β αλλά η παιδίατρος της βάρδιας βάλθηκε να μας ξεκάνει οικογενειακώς επιμένοντας ότι έπρεπε να καταπιούμε όλοι μας από έναν κουβά Tamiflu, ασχέτως που δεν έχει προληπτική δράση και ασχέτως που δεν ανήκε κανείς μας σε ομάδα υψηλού κινδύνου. Ευτυχώς όμως ήταν πιο σχετικός ο δικός μας παιδίατρος στον οποίο έστειλα κατευθείαν sms σεντόνι με κυρίως θέμα «Καλό Πάσχα, μας σκοτώνουν», και με έναν πρόχειρο υπολογισμό μας γλίτωσε στο τσακ 5 συκώτια και 300 ευρώ, ζωή να ΄χει.
Δίδαγμα 1ο: Νομοτελειακά, ένα παιδί τουλάχιστον θα αρρωστήσει. Έσεσθε έτοιμοι και ψύχραιμοι. Στην τελική Λονδίνο πάτε, όχι Αφρική, αν παθαίνατε κάτι τρομερά σοβαρό, πάλι εκεί θα σας έστελναν.
Μία ημέρα πριν το ταξίδι μας τώρα, κι ενώ επιστρέφαμε απύρετοι και περιχαρείς από το πασχαλινό τραπέζι, διαπιστώνω ότι το υπέροχο μοντέρνο διαμερισματάκι που νοικιάσαμε μέσω Airbnb στο κατάκεντρο της πόλης, και το οποίο είχα μοστράρει απ’ τη χαρά μου σε όλες μου τις γνωστές και φίλες ως γνήσιος ενθουσιώδης Υδροχόος, δεν ήταν πια διαθέσιμο γιατί το προηγούμενο βράδυ λέει, μαζί με τα πυροτεχνήματα της ανάστασης, ανατινάχτηκε και το μπόιλερ της πολυκατοικίας του αφήνοντας το διαμερισματάκι μας χωρίς θέρμανση και χωρίς ζεστό νερό. Αναγκαστικά, λόγω έλλειψης χρόνου και ψυχραιμίας, πήραμε την κουρτίνα 2, δηλαδή το αρχαιολογικής αξίας σπιτάκι που μας βρήκε παραδίπλα ο ιδιοκτήτης για να μη χάσει τα λεφτά του.
Δίδαγμα 2ο: Ανακαλύψτε τη γκαντεμόσαυρα στον κύκλο σας και πετάξτε την έξω ή μάθετε να κρατάτε τις μελλοντικές σας χαρές για πάρτη σας.
Ελαφρώς προβληματισμένοι αλλά προσπαθώντας να βλέπουμε τη θετική πλευρά των πραγμάτων, όπως ας πούμε ότι δεν ανατιναχτήκαμε μαζί με το μπόιλερ, ξεκινήσαμε για το αεροδρόμιο. Φτάνοντας στο Λονδίνο, μας περίμενε για τη μεταφορά μας ίσως ο πιο ηλίθιος οδηγός της πόλης, ο οποίος είχε στηθεί εκεί χωρίς να κρατάει καρτελάκι με το όνομά μας, υπολογίζοντας ότι αν περιμένουμε στις αφίξεις 45’ ψάχνοντάς τον και στο μεταξύ φύγει όλη η υπόλοιπη πτήση και μείνουμε μόνοι μας, τι διάολο, θα μας βρει. Που καλύτερα να μη μας έβρισκε δηλαδή γιατί ο αγουροξυπνημένος ράπερ με την καρό πυτζάμα που μας συστήθηκε ως οδηγός, εν συνεχεία μας πήγε σε λάθος ασανσέρ, μετά σε λάθος πάρκινγκ (βάλε τώρα 5 νοματαίους με ισάριθμες βαλίτσες να βολοδέρνουν στο Χίθροου) και τέλος σε ένα αυτόματο μηχάνημα όπου για 10 λεπτά έβαζε κι έβγαζε βρίζοντας καμιά 20αριά άκυρα εισιτήρια μέχρι να βρει το σωστό, ενώ εγώ τον φωτογράφιζα και τον έστελνα με whatsapp στις αδερφές μου γιατί θα τους τα ‘λεγα και δεν θα με πίστευαν.
Δίδαγμα 3ο: Ζητάτε πάντα το τηλέφωνο του οδηγού που θα σας παραλάβει από το αεροδρόμιο. Εναλλακτικά, δείτε το «The Terminal» για να πάτε προετοιμασμένοι.
Στο σπίτι τώρα μάς περίμενε ο βοηθός του ιδιοκτήτη για να μας δείξει τα κατατόπια, τα οποία έμοιαζαν μεν με αυτά των φωτογραφιών αλλά , τι έκπληξη, δεν ήταν. Μπήκαμε σε ένα σπιτάκι σκάρτα 100τμ με 3 ορόφους και 5 σκάλες, που αντί για 3 υπνοδωμάτια διέθετε ένα κανονικό και δύο «τσόντες», σαν τετράγωνα κουτιά ένα πράγμα, που τα κόλλησαν προσφάτως όπου είχε πλατύσκαλο. Το ένα κουτί διέθετε μόνο κρεβάτι, καλοριφέρ και ένα παράθυρο με λεπτή κουρτίνα (κομοδίνα-ντουλάπα-συσκότιση γιοκ), το δεύτερο διέθετε μόνο κρεβάτι και ντουλάπα (καλοριφέρ, κομοδίνα, παράθυρα γιοκ). Όλο το σπίτι μύριζε υγρασία, το τζάκι εννοείται δεν δούλευε, ενώ οι σκάλες και τα υπνοδωμάτια ήταν ντυμένα με εκρού μοκέτα κάποτε μονόχρωμη, πλέον εμπριμέ, κάτω από την οποία έτριζαν τόσο δυνατά τα σάπια πατώματα που ήταν αδύνατο να σηκωθείς τη νύχτα για κατούρημα χωρίς να ξυπνήσει όλη η οικογένεια να σου ευχηθεί καλό βόλι.
Δίδαγμα 4ο: Τα διαμερίσματα του Airbnb είναι το home edition των αυγών kinder. Διαβάζουμε προσεκτικά τις κριτικές των προηγούμενων ενοίκων, κάνουμε τον σταυρό μας και το τρώμε.
Όπως και να ‘χει πάντως, εμείς κόντρα στις εξελίξεις των τελευταίων ημερών όχι απλώς φτάσαμε στο Λονδίνο αλλά είχαμε και σπίτι να μείνουμε! Οπότε ξεκινήσαμε γεμάτοι ενέργεια και αισιοδοξία για την πρώτη μας επίσκεψη στον Πύργο του Λονδίνου, στον οποίο θα μας ξεναγούσαν οι αυθεντικοί φύλακές του, οι περίφημοι Beefeaters. Δεν είχα υπολογίσει όμως ότι η ξενάγηση αφορούσε αποκλειστικά τους εξωτερικούς χώρους, όπου η θερμοκρασία τη μέρα εκείνη δεν ξεπερνούσε τους 6 βαθμούς, με αποτέλεσμα να σέρνω επί 45’ την παγωμένη κόρη μου πίσω από έναν χοντρομπαλά χιουμορίστα φύλακα που μας ενημέρωσε λεπτομερώς όχι μόνο για ό,τι κεφάλι είχε κοπεί εκεί μέσα αλλά και για τα κακάκια των προγόνων του, που apparently τα έκαναν όλοι μαζί στην τάφρο, τα έφαγαν μαζί με τα συμπλέοντα ψαράκια κάτι πολικές αρκούδες που δεν κατάλαβα πώς έφτασαν μέχρι εκεί και βρήκαν τραγικό θάνατο.
Δίδαγμα 5ο: Στο Λονδίνο, ανεξαρτήτως εποχής, πάρτε μία έξτρα βαλίτσα και βάλτε μέσα γούνες, γάντια και σκουφιά για να έχετε το κεφάλι σας ήσυχο (και ζεστό).
Εξίσου τραγικό θάνατο όμως θα βρίσκαμε κι εμείς, που στο μεταξύ είχαμε γίνει μπλαβί απ’ το κρύο, αν δεν επιστρέφαμε στο σπίτι για να φορέσουμε ό,τι μάλλινο είχαμε προτού συνεχίσουμε την τουρνέ μας στο Natural History Museum, που φιλοξενούσε για λίγες μέρες μία τρομερή έκθεση με τροπικές πεταλούδες, οι οποίες μάλιστα πετούσαν ελεύθερες γύρω από τους επισκέπτες! Έλα όμως που για να πετάνε οι τροπικές πεταλούδες έπρεπε να επικρατεί το αντίστοιχο κλίμα, οπότε βρεθήκαμε ντυμένοι σαν αρκούδες μέσα σε ένα κανονικότατο θερμοκήπιο, αναπνέοντας με δυσκολία και προσπαθώντας να φωτογραφίσουμε κάθιδροι και με τα μπουφάν στα χέρια τα ιπτάμενα εκθέματα.
Δίδαγμα 6ο: Στην έξτρα βαλίτσα τοποθετήστε επίσης μακό, σορτς και μαγιώ και φορέστε το περιεχόμενό της όλο μαζί, σε στρώσεις, για να έχετε να βάζετε και να βγάζετε. Επίσης, δόξα και τιμή στη μάνα και την αδερφή μου που τόλμησαν τότε να φωτογραφηθούν με γούνα και σανδάλι. Τώρα πια ξέρω.
Φυσικά, όλος αυτός ο εκνευρισμός ξέσπασε με μικρή χρονοκαθυστέρηση στο Borough market, μία υπαίθρια γαστρονομική υπεραγορά, στην οποία εγώ μάς είχα φανταστεί να μπουκώνουμε ευτυχισμένοι μέχρι σκασμού ό,τι τραβάει η ψυχή μας, αλλά τελικά φάγαμε ό,τι και οι πολικές αρκούδες μείον τα ψάρια, αφού οι ώριμοι ενήλικες της παρέας καταφέραμε να γίνουμε βίδες για μια χαρτοπετσέτα μπροστά στα απορημένα μάτια των παιδιών μας, καταλήγοντας αλλού ο άντρας μου με τα τσιγάρα του, αλλού εγώ με τα παιδιά μου και κάπου στη μέση ένας πλανόδιος με μια κιθάρα να τραγουδάει το “Imagine”, έτσι για να υπογραμμίσει τη γελοιότητα της κατάστασης.
Δίδαγμα 7ο: Όποιος τσακώνεται μπροστά στα παιδιά του μένει νηστικός.
Ακολούθησε η αναγκαστική συμφιλίωση που επιβάλλει άγραφος νόμος στο σπίτι μας σε ταξίδια, γενέθλια, Χριστούγεννα και Πάσχα και το επόμενο πρωί τραβήξαμε για το Buckingham, όπου ναι μεν η γνωστή αλλαγή της φρουράς γίνεται στις 11 ακριβώς αλλά για να μη βλέπουμε την τύφλα μας έπρεπε να πιάσουμε θέση τουλάχιστον μισή ώρα πριν, εμπειρία που ομολογουμένως θα ήταν πιο ευχάριστη αν ας πούμε είχε λιακάδα αντί για ψοφόκρυο και ψιλόβροχο. Έχε χάρη που η μπάντα της Ελίζαμπεθ είχε τα κέφια της και μας έπαιζε Bruno Mars όσο μουλιάζαμε κάτω απ’ το άγαλμα της Βικτώρια αλλιώς θα είχε πέσει και εκεί γκρίνια μετά μουσικής.
Με το που τέλειωσε η τελετή, τους βούτηξα όλους και αρχίσαμε να τρέχουμε, για να προλάβουμε να φτάσουμε στην ώρα μας στα παραδιπλανά Churchill war rooms, τα οποία λόγω της οσκαρικής ταινίας είναι στα πολύ ντουζένια τους και έπρεπε να μπούμε μέσα αυστηρά μέχρι τις 11.30 για να μην περιμένουμε με τις ώρες στην ουρά. Δεν είχα υπολογίσει όμως το St. Jame’s park, μέσα από το οποίο έπρεπε να περάσουμε για να κόψουμε δρόμο, και όπου εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά μας όλα τα ζωντανά της φύσης, με αποτέλεσμα να τραβάμε τα παιδιά απ’ τα μπουφάν για να ξεκολλήσουν, ανταγωνιζόμενοι μάταια ατελείωτα παπάκια, ένα μωρό σκιουράκι που πόζαρε – σχεδόν επίτηδες θα έλεγε κανείς – σε κάθε πιθανή στάση και έναν θεαματικό μαύρο κύκνο με κόκκινο ράμφος που για να καταφέρουν να τον φωτογραφίσουν όσο τα τραβολογούσαμε, παραλίγο να καταλήξουν τα ipod στον πάτο του pond.
Δίδαγμα 8ο: Αν βιάζεστε στο Λονδίνο, δεν περνάτε μέσα από πάρκα, εκτός αν έχετε τα παιδιά σε καρότσια ή στους ώμους και έχουν απωλέσει κάθε αυτόνομη κινητικότητα.
Μετά το δραματικό ξενέρωμα που φάγαμε στα κλειστοφοβικά υπόγεια δωματιάκια και την ασταμάτητη γκρίνια των παιδιών που αντί για το φανταστικό σκιούρι τα αναγκάζαμε να φωτογραφίζουν την πυτζάμα του Churchill και αφού μπουκώσαμε για παρηγοριά τρία burgers ο καθένας στο Shake Shack, φτάσαμε σαν παραγεμισμένες γαλοπούλες στο Lion King, που επειδή εγώ το είχα ξαναδεί είχα λυσσάξει να κλείσουμε θέσεις κοντά στο διάδρομο, γιατί ήξερα ότι οι ηθοποιοί με τα εντυπωσιακά κοστούμια περνάνε χορεύοντας και τραγουδώντας 2-3 φορές από την πλατεία. Στη θέση όμως δίπλα στο διάδρομο στρογγυλοκάθισε ο άντρας μου, με την φτηνή δικαιολογία ότι έπρεπε να τεντώνει το προβληματικό του γόνατο, οπότε περνούσαν τα ζώα και χαμογελούσαν στον μαντράχαλο αντί για τα σπλάχνα μου, ενώ με κάθε στολή πουλιού που πέρναγε μου έμπαιναν μακάβριες σκέψεις για το δικό του. Σαν να μην έφτανε αυτό, πίσω μου ακριβώς καθόταν μία γιαγιά με το 3χρονο εγγονάκι της, το οποίο δεν σταμάτησε να ρωτάει βλακείες μεγαλοφώνως, η δε γιαγιά να του απαντάει επίσης βλακείες στην ίδια ακριβώς ένταση. Mε τα νεύρα που είχα, σε οποιαδήποτε άλλη παράσταση θα την είχα βουτήξει αλλά τη γλίτωσε λόγω της επαναλαμβανόμενης χορωδιακής υπενθύμισης του ρημαδο-«circle of life».
Δίδαγμα 9ο: Η θέα στα περισσότερα μεγάλα θέατρα του Λονδίνου είναι ικανοποιητική από παντού. Μη βγάλετε τα πανάκριβα εισιτήρια, μπορεί να σας τύχει παρακαθήμενος κάφρος και να τα κλάψετε. Χώρια που ένας τέτοιος μπορεί να κρύβεται και μέσα στο σπίτι σας.
Μετά το ευχάριστο μουσικό διάλειμμα, επιστρέψαμε στο εκπαιδευτικό μας πρόγραμμα και συγκεκριμένα στο Βρετανικό μουσείο, όπου δυστυχώς, παρότι καταφέραμε να φτάσουμε πρωί πρωί, γινόταν το έλα να δεις. Τί κι αν για να γλιτώσω χρόνο είχα φτιάξει δικό μου οδηγό με τα σημαντικότερα εκθέματα και την ακριβή τους τοποθεσία; Μέχρι να φτάσουμε στις μούμιες, είχαμε αρχίσει να τους μοιάζουμε. Highlight της επίσκεψης, βέβαια, αποτέλεσαν τα κλεμμένα μας μάρμαρα, που ξύπνησαν όσο τίποτε άλλο το εθνικό φρόνημα των παιδιών, τα οποία προσπαθούσαν επιμόνως να πλησιάσουν μουλωχτά τη φωτογραφία του Έλγιν για να του κολλήσουν μύξες, και ομολογώ ότι τόσα χρόνια ρινικών ανασκαφών βρήκαν επιτέλους τη δικαίωσή τους. Ένα επιπλέον tip για το μουσείο αυτό είναι να έχετε κάνει το τσίσιο σας από πριν, αλλιώς υπολογίστε 30’ αναμονή για να μπείτε στην τουαλέτα ή κανονίστε τέλος πάντων να έχετε μαζί μια δεύτερη αλλαξιά…
Δίδαγμα 10ο: Στο βρετανικό μουσείο πάνε όλοι για τα μάρμαρα και τις μούμιες. Αντί να παρακαλάμε να μας δώσουν τα μάρμαρα πίσω, ξεσηκωθείτε όλοι να βάλουμε μια μούμια στην Ακρόπολη και θα δούμε αν θα ξαναπατήσει ψυχή στο δικό τους.
Το Science Museum τώρα, για το μεγαλείο του οποίου μίλαγα στα παιδιά ήδη από την Αθήνα, το επισκεφθήκαμε βεβαίως αλλά δυστυχώς έκανα το λάθος να τους βγάλω εισιτήρια για ένα gaming event που γινόταν εκεί μέσα, και το οποίο σου εξασφάλιζε 90’ αποχαύνωσης σε ό,τι ηλεκτρονικό έχει κυκλοφορήσει τα τελευταία 40 χρόνια. Και επειδή κανένα reality δεν μπορεί να επισκιάσει τη λάμψη του virtual reality, το υπόλοιπο μουσείο παρότι το περπατήσαμε, δεν το είδαμε. Τον κοιτούσαν τον διαστημικό πύραυλο αλλά κατά βάθος έβλεπαν Tetris.
Δίδαγμα 11ο: Στο σωστό ταξιδιωτικό πρόγραμμα η εκπαίδευση προηγείται χρονικά της ψυχαγωγίας. Αλλιώς την εκπαίδευση την τρώει η μαρμάγκα.
Στο μουσείο της Madame Tussaud, πάλι, που το λες και αμιγώς ψυχαγωγικό, ήταν τόσος πολύς ο κόσμος και τόσο ατάκτως ερριμμένα τα εκθέματα που πάθαμε αφενός έναν πανικό μη χάσουμε τα παιδιά και αφετέρου μία γενική σύγχυση και φωτογραφίζαμε όποιον βρίσκαμε μπροστά μας κι ας μην ξέραμε ποιος είναι, άσε που από κεκτημένη ταχύτητα πρέπει να απαθανατίσαμε και 3-4 επισκέπτριες που κοντοστέκονταν για να ξαποστάσουν αλλά θα παίρναμε όρκο ότι αποκλείεται να κουνηθούν.
Δίδαγμα 12ο: Aν είσαι τραβηγμένη από παντού με βλεφαρίδα κάγκελο και ψεύτικο βυζί και φιλοδοξείς να γίνεις διεθνούς βεληνεκούς φωτομοντέλο, ο πιο γρήγορος δρόμος για την επιτυχία είναι η Madame Tussaud.
Στον «ελεύθερο» χρόνο μας τώρα, επιδοθήκαμε όπως όλος ο κόσμος σε shopping, αναζητώντας, κυρίως, δωράκια για τους αγαπημένους μας και προσπαθώντας να θυμηθούμε τι θέλαμε και δεν μπορούσαμε να βρούμε στην Ελλάδα. Αλλά το Nike ήταν 5 αχανείς όροφοι με live DJ και από τη ζαλάδα μας πήραμε βασικά κάλτσες, το παιδικό Abercrombie άλλοι 5 όροφοι και ακόμα ψάχνω στις ντουλάπες να καταλάβω τι πήραμε και πληρώσαμε ένα μηνιάτικο, ενώ από το Hamley’s βγήκαμε με μπούκλες και το παιδικό μπουκλωτικό σίδερο παραμάσχαλα. Εννοείται εγώ δεν πήρα ούτε κραγιόν γιατί κάθε που έλεγα να μπω σε γυναικείο μαγαζί οι άλλοι τρεις κατέβαζαν μούτρα και εννοείται πως ό,τι μας έλειπε και υπολογίζαμε ότι θα το βρούμε στο Λονδίνο, εξακολουθεί να μας λείπει.
Δίδαγμα 13ο: Στην αγορά του Λονδίνου, αν δεν θες να τραγουδήσεις το κυπριακό σουξέ για τα άφαντα πεντόλιρα, πας με λίστα τύπου Σκλαβενίτη. Επιπλέον, οι γυναίκες ψωνίζουν μόνες τους αλλιώς δεν ψωνίζουν και οτιδήποτε μεσοβέζικο οδηγεί σε τσακωμό, ενώ στα παιδιά προσφέρουμε απλόχερα τα κινητά μας, τα παρκάρουμε σε έναν καναπέ και θυμόμαστε να τα μαζέψουμε στο τέλος ή τα βάζουμε να περπατάνε σφηνωμένα ανάμεσά μας, ώστε να μπλοκάρεται η περιφερική τους όραση. Καλή επιτυχία.
Φτάνοντας στην τελευταία ημέρα του ταξιδιού μας κι ενώ είχα υπολογίσει να ξυπνήσω με την ησυχία μου και να κάνω βαλίτσες μιας που το μεσημέρι θα φεύγαμε και αρκετό κρύο φάγαμε, ανοίγω τα μάτια μου στις 9.30 και τι να δω; Ένας ήλιος ΝΑ, μετά συγχωρήσεως.
Πετάω όλα μας τα υπάρχοντα πλυμένα άπλυτα μαζί στις τσάντες, πετάω και τα παιδιά σε ένα ταξί και στις 10.30 ήμασταν ήδη στο Hyde park, όπου βρεθήκαμε μπροστά σε ένα αληθινό υπερθέαμα. Το μέχρι χθες χειμωνιάτικο τοπίο σε πλήρη καλοκαιρινή λειτουργία, παγωτατζήδες, υπαίθρια καφέ, ξαπλώστρες προς ενοικίαση και εκατοντάδες Βρετανοί ξαπλωμένοι ημίγυμνοι στα γκαζόν σαν χίπηδες, ενώ ένα τσούρμο – ευτυχώς ντυμένοι – μεσήλικες, που προφανώς τους βάρεσε ο ήλιος και αποφάσισαν να μάθουν να τσουλάνε στα γεράματα, να περνάνε από μπροστά μας αλαλάζοντας στο πλαίσιο ομαδικού μαθήματος roller blades, κρατώντας σφιχτά ο ένας τον άλλο, ώστε μόλις πέσει ο πρώτος να κατεδαφιστούν και οι υπόλοιποι.
Κατά τα άλλα, το δικό μας ενδιαφέρον επικεντρώθηκε για μία ακόμα φορά στις πάπιες, αγοράσαμε τροφή, νοικιάσαμε και μια ωραιότατη βάρκα με κουπιά και ξεκινήσαμε να ζήσουμε το ανοιξιάτικο βρετανικό όνειρο, που παραλίγο να γίνει εφιάλτης καθώς τη συγκεκριμένη εποχή όλα τα πτηνά τα έχει κόψει η λόρδα από τον χειμώνα και αν ας πούμε σας πέφτει πιο πολλή τροφή μέσα στη βάρκα παρά έξω, ενδέχεται να δείτε τα πουλιά του Χίτσκοκ live, ενώ αμέσως μετά τελείωσε και η βόλτα μας, διότι τα παιδιά είχαν γίνει σαν γουρούνια και δεν μας έπαιρνε ούτε έξω από το Harrods να περάσουμε, πόσο μάλλον να μπούμε μέσα για τα τελευταία ψώνια.
Δίδαγμα 14ο : Η έλλειψη ηλίου έχει σοβαρές επιπτώσεις στον άνθρωπο. Επίσης, οι πάπιες είναι μεγάλες ξεμυαλίστρες και το Λονδίνο κανονική λιμνούπολη. Το νου σας.
Και θα κλείσω αυτό το μικρό βρετανικό Μπεν Χουρ με το 15ο και τελευταίο δίδαγμα του ταξιδιού μας που αφορά το αγαπημένο μου θέμα, το φαγητό. Τα εστιατόρια του Λονδίνου για έναν λάτρη του φαγητού σαν την αφεντιά μου αποτελούν από μόνα τους μία ξεχωριστή εμπειρία αλλά αν θέλετε να ζήσετε για να τα ξαναδείτε, δεν πρέπει να τα αντιμετωπίσετε σαν τα αξιοθέατα. Εν ολίγοις, δεν χώνουμε όσο περισσότερα εστιατόρια προλάβουμε μέσα σε μία μέρα. Εσύ θα φύγεις αλλά το Λονδίνο θα παραμείνει εκεί για να το ξαναγευτείς. Δεν χρειάζεται να το καταβροχθίσεις όλο σε μία βόλτα.
Εκ των υστέρων, λοιπόν, ομολογώ ότι ήταν τεράστιο λάθος να βάλω στο πρόγραμμα την κτηνωδία του Burger King στις 14.00 και το high tea experience στο Fortnum & Mason στις 16.30. Φτάσαμε στο τσάι προτού καλά καλά κατέβουν απ’ τον οισοφάγο μας τα bacon kings και όταν άρχισαν να προσγειώνονται μπροστά στα έντρομα μάτια μας τα τρίπατα δισκάκια με σαντουιτσάκια, γλυκά, clotted creams και μαρμελάδες, καθόλου δεν θέλαμε να τα φάμε αλλά τα είχαμε προπληρώσει και μπουκώναμε όσα αντέχαμε, ενώ ο κύριος στο πιάνο μας έπαιζε με πάθος την a la Turka που δεν βοηθούσε στη χώνεψη αλλά τη σιγοτραγουδούσα συγκινημένη γιατί ήξερα ότι μπορεί και να είναι η τελευταία μου φορά. Παρόλα αυτά, στις 10 έπρεπε αναγκαστικά να αναστηθώ, διότι είχα επίσης προπληρώσει με την καρτούλα μου την κράτηση για το περουβιανό dinner, που αν ήξερε η αλόγα η hostess με το υπεροπτικό υφάκι τί είχα φάει εγώ απ’ το πρωί, βασίλισσα θα με είχε από φόβο μην την καταπιώ κι αυτήν. Κι επειδή το περουβιανό φαγητό ο foodie δεν το σνομπάρει, κατέληξα τα ξημερώματα ανάσκελα στο κρεβάτι μου να αναρωτιέμαι τί θα γίνει αν δεν ξυπνήσω, πώς θα με μεταφέρουν στην Ελλάδα να με θάψουν κι αν στο μνήμα μου θα σκεφτεί άραγε κανείς να σκαλίσει το αγαπημένο μου #giapantaxontroi…