Πριν λίγες μέρες, έκλεισα αισίως τα 40. Το βροντοφωνάζω, ναι, γιατί αυτό που μου λέτε να τα κρύβω, ποτέ δεν το κατάλαβα. Γιατί να τα κρύψω; Μη χρειαστεί να ξαναβγώ στην αγορά για άντρα; Κι αν όντως βγω και πέσει στο δρόμο μου τεκνό, ότι τί; Θα κρύβω και το διαβατήριο για πάντα; Ε, όχι! (Ιδού μια λέξη που ταιριάζει γάντι στο 40…)
Έπος τα 40. Διαφορετικά από τα 39 προηγούμενα. Μπήκα μέχρι και σε αντίστροφη μέτρηση με το που έφτασε ο μήνας των γενεθλίων μου. Ποια; Εγώ, που κι αν έχω χλευάσει τεθλιμμένες εορτάζουσες που έσβηναν τα κεριά της τούρτας τους με τα πικρά τους δάκρυα για τη χαμένη νιότη. Εγώ που ξυπνούσα κάθε 26 του Γενάρη με ψυχολογία ολοκαίνουργιου Πάπα, έτοιμη να βγω στο μπαλκόνι να χαιρετίσω τον λαό που ζητωκραύγαζε από τα μεσάνυχτα της προηγουμένης σε τηλέφωνα και μηνύματα (για να μην πιάσω την χρυσή εποχή του facebook που με θυμάται μέχρι κι η αγαπημένη μου ψαροταβέρνα στην Αιδηψό). Κι όμως, ακόμα κι εμένα, φέτος κάτι με κόμπλαρε. Κι αυτό το μικρό κοκομπλόκο, ήταν τελικά το μεγαλύτερο πρόβλημα. Σαν να μου επιβεβαίωνα άθελά μου ότι κάτι δυσοίωνο σημαίνουν τα 40, αλλά… τι;
Το πήγα με τη γνωστή μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής, ξεκινώντας από την ενδεχόμενη κακή επιρροή διαφόρων «φιλενάδων» που χρόνια τώρα με προετοίμαζαν για το μέλλον «κάτσε να φτάσεις σαράντα και θα σου κοπεί το γέλιο», σε συνδυασμό με τους μακάβριους συνειρμούς που κάνει το ρημάδι το μυαλό με τη συγκεκριμένη επέτειο. Η μάνα μου, για παράδειγμα, τόσο δεν άντεχε την ταραχή κάθε φορά που έλεγα «λέω να κάνω κάτι για τα σαράντα μου», που με παρακάλεσε να τα λέμε καλύτερα «φόρτιζ». Kαι γενικότερα, όμως, ο αριθμός 40 κουβαλάει τόσους συμβολισμούς, που και να θες, δύσκολο να τον προσπεράσεις σφυρίζοντας αδιάφορα. Πάρε τη σαρακοστή. Ή αυτό με τα μωρά που μέχρι να σαραντίσουν τα βγάζεις απ’ το σπίτι μουλωχτά, μην τα δει από απέναντι ο πάτερ Θεοφάνης. 40 τα παλληκάρια από τη Λεβαδιά, 40 οι κλέφτες του Αλί Μπαμπά, από 40 κύματα περνάει ο κάθε πικραμένος. Ακόμα και η Ρίτα, που προσπαθεί φιλότιμα να σου σηκώσει το ηθικό απ’ τα πατώματα με τις σαραντάρες που ίσον με δύο εικοσάρες (πάρε και επικό link όπου Ρίτα και μπουζουκτσής συναγωνίζονται για το βραβείο της πιο αφράτης καούκας), είμαστε απολύτως σίγουροι ότι δεν εννοεί και σε διαστάσεις;
Όπως και να’χει, εμένα δεν μου έφταιξαν ούτε οι συμβολισμοί ούτε οι τυχαίοι συνειρμοί ούτε βέβαια το Ριτάκι. Αυτό που με ταλάνιζε ήταν κάτι πιο βαθύ, που στη συνέχεια επιχείρησα να χρεώσω στο Botox και την παλιοπαρέα του, που μου κλείνουν κανά δίχρονο τώρα το μάτι. Η αλήθεια όμως είναι ότι, δικαίως ή αδίκως, με τον καθρέφτη μου δεν τα έχω βάλει ακόμα. Κι αν θα τα έβαζα με κάτι, αυτό δεν θα ήταν τα μούτρα μου αλλά τα μπούτια μου, για τις δυσμενείς αλλαγές στα οποία δεν ευθύνεται τόσο η ηλικία αλλά η ακατάσχετη λαιμαργία μου και πάλι καλά δηλαδή που δουλεύει ο μεταβολισμός μου και δεν έγινα ακόμα θωρηκτό, πράγμα για το οποίο ευχήθηκα ξεδιάντροπα, αντί για υγεία και ειρήνη στον κόσμο, σε πρόσφατη επίσκεψή μου στη Ρώμη. «Κάνε fontana μου να καίω τα ίδια και φέτος», κι έριξα και 2ευρο για να την καλοπιάσω.
Όμως τελικά, ούτε στο περιτύλιγμα είναι το πρόβλημα. Και δεν είναι ούτε εκεί που φοβόμουν από μικρή ότι θα ήταν «εδώ στου δρόμου τα μισά», που sorry κι όλας κυρία Αρβανιτάκη μου, Ελύτης ξε-Ελύτης, πιο καταθλιπτικό τραγουδάκι δεν έχει πει κανείς, να το ξέρετε. Γιατί κάποτε είχα μια κάποια κατανόηση για όσους χολόσκαγαν στα γενέθλιά τους, επειδή θεωρητικά έρχονταν ένα βήμα πιο κοντά στα γηρατιά, άρα και στον θάνατο. Όμως μέχρι να προσγειωθώ εγώ στη μέση ηλικία τα δεδομένα άλλαξαν και με τόσους συνομηλίκους μου να παλεύουν με τα θεριά, λογαριάζω μεγάλη τύχη το ότι έφτασα γερή ως εδώ και τόσο τεράστιο προνόμιο το να καταφέρω να γεράσω, που δεν με στενοχωρεί διόλου πια αυτή η σκέψη.
Το δικό μου το πρόβλημα με την ηλικία μου ήταν αλλού και ευτυχώς το βρήκα προτού πλακωθώ αδίκως στα υαλουρονικά. Η επιφοίτηση ήρθε ένα απόγευμα που παρακολουθούσα τα παιδιά μου να γελάνε υστερικά με κάτι στην τηλεόραση, σκεπτόμενη πόσο μαγικό είναι αυτό που έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους, που είναι όλα τα σενάρια ζωής εφικτά για εκείνα και αν το βάλουν στο μυαλό τους και προσπαθήσουν πραγματικά πολύ, θα μπορούσαν να καταφέρουν σχεδόν τα πάντα. Εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή, κατάλαβα ότι μαζί με τη συγκίνηση της μάνας, ένιωθα παράλληλα τη ζήλια του μικρού κοριτσιού που μεγάλωσε, έκανε τις δικές του επιλογές, και πια, δεν μπορεί να καταφέρει τα πάντα, όσο κι αν το θέλει, όσο κι αν το κυνηγά, διότι για κάποια πράγματα είναι πια αργά και δεύτερη ζωή δεν έχει. Καταθλιπτικός πλην σωστός ο Ελύτης.
Διότι ακόμα κι αν από αύριο τα παρατήσω όλα σύξυλα και εξασκούμαι με σώμα και ψυχή 10 ώρες την ημέρα, πρίμα μπαλαρίνα, πρωταθλήτρια της ενόργανης ή του καλλιτεχνικού πατινάζ, ας πούμε, δεν μπορώ πλέον να γίνω, πράγμα που μου υπενθυμίζει η μέση μου κάθε φορά που κοιμάμαι σε κρεβάτι ξενοδοχείου. Επίσης, δεν μπορώ να γίνω γιατρός, από τους κανονικούς με τους ασθενείς, διότι ακόμα κι αν από θαύμα καταφέρω να μάθω όλα τα μαθηματικά και τις φυσικοχημείες που σνόμπαρα στο σχολείο, στα 55 μου θα κάνω ακόμα το αγροτικό μου κι ούτε πρόσφυγας δεν θα κιοτέψει να ‘ρθει να τον εξετάσω. Αλλά και στα πιο απλά, δεν θα μπορούσα πια να κάνω 7 παιδιά, ασχέτως που στην πραγματικότητα δεν θέλω ούτε 3. Αυτά και δεκάδες άλλα, δεν είναι μεν σενάρια που επιθύμησα ποτέ πραγματικά (άντε, θα εξαιρέσω την ενόργανη που ήθελα αλλά δεν μ’ άφηναν για να μη μείνω κοντή), ήταν όμως πολύ σημαντικό για μένα όσο ήμουν απασχολημένη να κάνω άλλες επιλογές, το να ξέρω ότι είναι κι αυτές οι πόρτες ανοιχτές, αν κάποτε άλλαζα γνώμη. Αυτή ήταν για μένα η επιβεβαίωση της νιότης μου και όχι το αψεγάδιαστο δέρμα μου. Και τώρα που έκλεισα τα συμβολικά 40, νομίζω ότι ο πραγματικός λόγος που ένιωσα για πρώτη φορά ένα σφίξιμο στο στομάχι είναι αυτός. Οι πόρτες που κλείνουν.
Θα μου πεις, σίγουρα θα υπάρχουν και πόρτες που ήταν κλειστές μέχρι τώρα και έρχεται η ώρα ν’ ανοίξουν. Το σκέφτηκα, μη νομίζεις, και βρήκα πράγματι δύο. Του γηροκομείου και του νεκροταφείου. Από τις οποίες, όμως, η πρώτη είναι ακόμα μακριά και ποιος ξέρει αν θα την προλάβω και η δεύτερη, που θα την προλάβω οπωσδήποτε, θ’ ανοίξει όποτε γουστάρει και δεν θα το μάθω κι όλας. Καμία παρηγοριά εκεί.
Επειδή όμως είμαι φανατική οπαδός του «ουδέν κακόν αμιγές καλού», του Yin & Yang και κάθε άλλης αισιόδοξης αμπελοφιλοσοφίας, παρέα με τους όποιους προβληματισμούς, ήρθε και η πανηγυρική διαπίστωση ότι έχουν και τα 40 όχι μία αλλά διπλές και τρίδιπλες τις χάρες και το πώς θα τα βιώσεις, είναι ξεκάθαρα ζήτημα οπτικής γωνίας. Και κατόπιν ωρίμου ενδοσκόπησης και βαθιάς περισυλλογής αποφάσισα να τα περπατήσω στα χνάρια της Ρένας Βλαχοπούλου.
Διότι καταρχήν, στα 40 ξέρεις πια τί πραγματικά γουστάρεις για ένα σωρό καυτά ζητήματα. Παράδειγμα, οι τούρτες γενεθλίων στις οποίες είπα φέτος το οριστικό αντίο. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι τούρτες αλλά δεν είχε ωριμάσει μέσα μου η επανάσταση. Πλέον σβήνω το κερί μου πάνω σε λαχταριστά προφιτερόλ και τα πασαλείβομαι σαν 3χρονο με πάθος, χωρίς να χρειάζεται να υπερτονίζω από ευγένεια τη φρεσκότητα της τούρτας μου, άσε που το προφιτερόλ τρώγεται μια χαρά και μπαγιάτικο και τρώμε τρεις μέρες (παραπάνω δε φτουράει μάνα μου). Άλλο παράδειγμα, τα βιβλία με τις λεπτομερείς περιγραφές της δροσοσταλίδας που κυλούσε νωχελικά πάνω στο φύλλο με το ιριδίζον χρώμα έφηβου βατράχου κάτω από το παιχνίδισμα των ηλιαχτίδων στη λίμνη με τα ερωτευμένα νούφαρα. Αυτά που για να μάθεις το τέλος μιας ιστορίας που γράφεται ωραιότατα σε 100 σελίδες, πρέπει να διαβάσεις 700. Πλέον το λέω χωρίς ντροπή, τις πηδάω. Χα!
Επιπλέον, επειδή ο μεγαλοδύναμος όλα με σοφία τα εποίησε, από τα 40 και κείθε μαζί με την πρεσβυωπία μπαίνει στη ζωή σου και ένας μεγεθυντικός φακός που τα κάνει όλα πιο μεγάλα και πιο καθαρά, για να τα βλέπεις καλύτερα. Αυτό το διαπίστωσα πριν από λίγα χρόνια που ψάχνοντας ένα πρωτότυπο concept για τα 40 του άντρα μου (δίκιο έχει η μάνα μου, δεν ακούγεται καλά) ανακάλυψα ότι ο αριθμός 40 στα λατινικά είναι το γνωστό και μη εξαιρετέο «XL» που μέχρι τώρα δεν μου καθόταν καθόλου καλά σαν νούμερο, ειδικά σε σουτιέν. Και αποφάσισα ότι δεν ήταν τυχαίο. Γιατί για όσα θέλεις να κάνεις από τα 40 και μετά, μπορεί να μην έχεις τη δύναμη και την ευλυγισία ενός 20χρονου, έχεις όμως πολύ μεγαλύτερο κίνητρο και διπλάσια λαχτάρα. Είναι η ώρα για τους XL στόχους, τα XL όνειρα, τις XL εμπειρίες, τα XL συναισθήματα και δεν υπάρχει χώρος για αμφιβολίες και επιφυλάξεις, γιατί πολύ απλά συνειδητοποιείς ότι είναι «ή τώρα ή ποτέ».
Όχι να σου κάνω φιγούρα για την κλασική μου παιδεία αλλά ο Σοπενχάουερ (κολλητάρι μου από προηγούμενη ζωή) εξηγεί εξαιρετικά στο «Η τέχνη να επιβιώνεις» (ξέρει αυτός, 72 έφτασε όταν οι άλλοι ψοφολογούσαν γύρω στα 50) ότι τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής μάς δίνουν το κείμενο και τα επόμενα τριάντα τα σχόλια πάνω στο κείμενο («the commentary»), τα οποία μας επιτρέπουν να καταλάβουμε για πρώτη φορά σωστά το νόημα, τις αναφορές, τα ηθικά διδάγματα και τις λεπτές έννοιες του κειμένου. Βέβαια, 40+30 κάνουν 70 κι όχι 80 που φιλοδοξώ να φτάσω εγώ, αλλά ας πιάσω μέχρι τα 70 το νόημα της ζωής και τα τελευταία 10 τα τσουλάω και αποβλακωμένη.
Και κάπως έτσι, στα φετινά μου «μεγάλα» γενέθλια μπήκα με στυλωμένα τα πόδια σαν μουλαρωμένο άλογο που το σπρώχνουνε δέκα και βγήκα σπρώχνοντας τους άλλους με ιαχές ενθουσιασμού για τη νέα δεκαετία που απλώνεται μπροστά μας. Κι αφού εμπεδώσαμε πια ότι για κανέναν δεν έχει δεύτερη ζωή, ένας λόγος παραπάνω να κάνουμε αυτή τη μία όσο πιο συναρπαστική γίνεται.
Cheers!