Έχει τύχει συχνά να πέσω σε συζητήσεις για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να αποκτήσει κάποιος σκυλάκι και αυτά που ακούω συνήθως είναι τα εξής:
- ΟΧΙ, πού να μπλέξεις, τρίχες, κατρουλιά, έξοδα, να δαγκώσει και κανά παιδί, τσιμπούρια, λύσσα, αυτά σου έλειπαν τώρα, τόσα προβλήματα έχεις κλπ
- NAI, πανεύκολο είναι, καμία ταλαιπωρία, μην ακούς τι λένε οι σιχαμένοι που δεν τα αγαπάνε, το δικό μας από την πρώτη εβδομάδα κοιμόταν 9 με 9 (ουπς, λάθος, αυτό είναι για άλλο post), τα έκανε από μόνο του στη γλάστρα κλπ
Τίποτα φυσικά από αυτά δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια. Το να μεγαλώσεις ένα κουτάβι είναι τεράστια χαρά αλλά και μεγάλη ευθύνη που μόνο όποιος την έχει αναλάβει μπορεί (και οφείλει) να σου περιγράψει. Ο πρώτος καιρός έχει τρελό ενθουσιασμό αλλά και αρκετά ζόρια, διότι ως γνωστόν όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια, και η πραγματική ζωή απέχει αρκετά από αυτή στις φωτογραφίες που ανεβάζεις στο Instagram. Είναι κάπως σαν να μεγαλώνεις μωρό, με τη διαφορά ότι το κουτάβι σε ένα χρόνο θα μπαίνει στην εφηβεία και επίσης, ενώ στο μωρό ανθρωπάκι το κυρίως άγχος σου είναι να κρατήσεις ζωντανό το μωρό, στο μωρό σκυλάκι το κυρίως άγχος σου είναι να κρατήσεις όρθιο το σπίτι. Αλήθειες που ξαναθυμήθηκα πρόσφατα, όταν υιοθετήσαμε από το Save a Greek Stray το νέο μέλος της οικογένειάς μας, τη Μελίνα.
Είχαμε αποφασίσει να υιοθετήσουμε ημίαιμο σκυλάκι αυτή τη φορά (το προηγούμενό μας, ο Caesar, ήταν ένας κάτασπρος λύκος με ροζ αυτιά που μας άφησε τον Ιούλιο στα βαθειά του γεράματα) κι όταν μια μέρα μου ήρθε από το SAGS στο οποίο είχα απευθυνθεί μήνυμα με τη φωτογραφία της, με χτύπησε έρωτας κεραυνοβόλος. Περιμέναμε λίγο να κάνει τα πρώτα της εμβόλια και στις 28/1/16 πήγα συγκινημένη η μάνα να την παραλάβω.
Ήταν πανέμορφη, με τρίχωμα μελί (εξ ου και το όνομά της) και πράσινα μάτια, παιχνιδιάρα παρά την ταλαιπώρια της, 3 μηνών κατά προσέγγιση και έζεχνε όσο λίγα ζωντανά πάνω στη Γη. Μιλάμε για ανεκδιήγητη βρώμα. Διότι το Μελινάκι, εκτός του ότι βρέθηκε στα σκουπίδια νεογέννητο και παρέμεινε άπλυτο για 3 μήνες, είχε αποκτήσει στο καταφύγιο και την κακή συνήθεια να ζεσταίνει το κρεβατάκι της κατουρώντας το ανελλιπώς, ενώ επίσης υπέφερε και από ενός ειδικού τύπου δυσκοιλιότητα, λόγω του ότι είχαν κολλήσει κακάκια στον πισινό της και είχαν γίνει μπετόν αρμέ εμποδίζοντας την έξοδο. Και γενικότερα όμως το δέρμα της είχε ένα εσάνς πουρί, ενώ το τρίχωμά της που σήμερα είναι πραγματικά μεταξένιο, τη μέρα που γνωριστήκαμε ήταν κανονικό γκατζόμαλλο. Και φυσικά τη διαδρομή καταφύγιο-κτηνίατρος την κάναμε με ερμητικά κλειστά παράθυρα για να μην πάθει εκείνη πνευμονία κι ας την πάλευε οριακά το δικό μου το αναπνευστικό απ’ την κατρουλίλα (σημειωτέον, το word processor του PC μου αναγνωρίζει τη λέξη “μπαρουτίλα”, όχι όμως και την “κατρουλίλα”, λες και είναι πιο συνηθισμένη μυρωδιά το μπαρούτι από το κάτουρο. Γουατέβερ.).
Στον οποίο κτηνίατρο αρχίζουν και τα έξοδα. Διότι με την πρώτη κι όλας επίσκεψη (πάμε για την 4η σε λίγες μέρες), εκτός από εμβόλιο, αποπαρασίτωση, αμπούλα για τα τσιμπούρια και τροφή, ψωνίσαμε κρεβάτι, λουρί, τσάντα μεταφοράς, πάνες δαπέδου (a.k.a. τουαλέτα), μπωλάκια φαγητού και νερού, baby-wipes για τοπικό καθάρισμα, σαμπουάν, κολόνια, μπισκότα εκπαίδευσης, χτένα, μαλακτικό σπρέι, κόκαλο για τα δοντάκια και ειδικό χαριτωμένο πλεκτό κουκλάκι για μασούλημα, τον Μήτσο. Και μην ξεχνάμε βέβαια και το ειδικό κλουβί για να την περιορίζουμε στην αρχή τα βράδια, που πήραμε σε μέγεθος κατάλληλο για Μολοσσό Αρλεκίνο, για να μην καταπιέζεται το κορίτσι μας, και το οποίο εγκαταστήσαμε καταμεσής στην κουζίνα.
Ξεπαραδιασμένη εγώ, ξεθεωμένη αυτή, γυρίσαμε σπίτι, όπου της έφτιαξα το παλατάκι της μέσα στο κλουβί, με το κρεβάτι της, την πάνα της, το νερό της και τον Μήτσο, και την έβαλα μέσα να ηρεμήσει και να εγκλιματιστεί. 10 λεπτά ήταν αρκετά για να καταλάβω ότι αν δεν την έπλενα πάραυτα, στο δικό μου παλατάκι δεν θα ξαναπατούσε άνθρωπος και βρεθήκαμε στην μπανιέρα, εγώ σε πλήρη επίκυψη για να σαπουνίσω το μικροσκοπικό αυτό πλάσμα, που μόλις βράχηκε έγινε σαν εξωγήινος με τεράστια μάτια γουρλωτά και παιδική μασέλα χωρίς χείλη, προσπαθώντας παράλληλα να την ξεπλύνω χωρίς να πάει το νερό μέσα στα αυτιά και τα μάτια της, πράγμα ανθρωπίνως αδύνατο, αφού αυτή προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξεφύγει απ’ το νερό τρέχοντας και γλιστρώντας παντού και φυσικά τινάζοντας κάθε τόσο το τρίχωμά της με τα νερά και τα σαπούνια στα μούτρα μου. Ακολούθησε ο αγώνας ακινητοποίησης της τρομοκρατημένης Μελίνας στα πλακάκια του μπάνιου για να τη στεγνώσω με το σεσουάρ που της προκαλούσε νέα διάθεση για τίναγμα, φτέρνισμα κλπ και φυσικά το πρώτο χτένισμα, στο οποίο καταναλώθηκε το μισό μπουκάλι μαλακτικό σπρέι και όλη η υπομονή μου μιας που εκτός των άλλων, όση ώρα τη χτένιζα με το δεξί χέρι, αυτή μασούλαγε ασταμάτητα το αριστερό, δαγκώνοντας ενίοτε ξώφαλτσα και λίγο μπούτι. Και βέβαια το σκηνικό έληξε με εκείνη να κοιμάται φρεσκολουσμένη και κατάκοπη στο κρεβάτι της κι εμένα να τρίβω το μπάνιο με χλωρίνη.
Η αστραφτερή καθαριότητά μας όμως δεν κράτησε για πολύ, καθώς το κουτάβι μας, ενώ φάνηκε να καταλαβαίνει αμέσως το σκοπό της πάνας του, είχε πάθει ψυχολογικό πίμ-πιριμ από τους πρώτους μήνες της ζωής του και όταν έμενε μόνο του για ώρα έβγαζε το άγχος του κάνοντας όλο το κλουβί μία τεράστια τουαλέτα και τρώγοντας τα κακά του. Το πρώτο πρωί της έπλυνα ξανά πόδια, μουσούδα και οπίσθια και φυσικά το κλουβί και ό,τι είχε μέσα. Το δεύτερο πρωί όμως, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα τρομακτικό υπερθέαμα. Από το παλατάκι είχε περάσει κανονική σκατοθύελλα και η Μελίνα είχε αλλάξει ολόκληρη χρώμα και ήταν πια καφέ σοκολατί. Πιθανολογούμε ότι έκανε όλη νύχτα τσίσα και κακά παντού, τα ανακάτευε τεχνιέντως όλα μαζί να γίνουν μελάτα και μετά έκανε βαρελάκια πάνω τους, αφού ήταν πασαλειμμένη ακόμα και στην κορυφή του κεφαλιού της. Η κουζίνα μου μύριζε δημόσια αποχωρητήρια, τα παιδιά έφαγαν πρωινό στα δωμάτιά τους κι εγώ την είδα Mr. Kaplan του Blacklist προσπαθώντας να καθαρίσω τον τόπο του εγκλήματος αλλά και τον εγκληματία σε χρόνο dt, προτού ξυπνήσει ο άντρας μου και στείλει τη Μελίνα από εκεί που ήρθε.
Η λύση βρέθηκε χάρη στις συμβουλές της Sandrina που έφεραν τις νύχτες τη Μελίνα στο δωμάτιό μου μέσα στο πλαστικό κουτί μεταφοράς της, στο οποίο νιώθει ασφαλής και κοιμάται μακάρια χωρίς να λερώνει, όχι όμως χωρίς παράπλευρες απώλειες, όπως για παράδειγμα ο ύπνος μου. Διότι όπως όλα τα μωρά, στην αρχή δεν άντεχε ακατούρητη πάνω από 4-5 ώρες και για 2 εβδομάδες έβαζα ξυπνητήρι στις 4 το ξημέρωμα, για να πάμε τουαλέτα, ενώ ακόμα και σήμερα που αντέχει όλη νύχτα, με το που ανοίγω το μάτι μου το πρωί βάζω κατευθείαν μπότα και μπουφάν και βγαίνουμε στον κήπο στις 7 σαν τις τρελές, συχνότατα με ομπρελίτσα κάτω από τη βροχή.
Εννοείται, δε, ότι τις πρώτες εκείνες εβδομάδες, όποτε δεν είχα άνθρωπο στο σπίτι, η Μελίνα είχε γίνει το δεύτερο τσαντάκι μου, γιατί πού να τολμήσω να την αφήσω μόνη της για ώρες, με αποτέλεσμα να εμφανίζομαι με μία κινούμενη ροζ τσάντα στο ραντεβού με τον δάσκαλο των αγγλικών του γιου μου, στα τένις του ΟΑΚΑ (από όπου κλέβουμε ξεδιάντροπα μπαλάκια) και φυσικά στο Mall, το Golden Hall και το αεροδρόμιο, τα οποία έχω σφουγγαρίσει όλα με χαρτί τουαλέτας γιατί τη λυπόμουν και την έβγαζα λίγο από την τσάντα να ξεπιαστεί.
Τέλος, με τη Μελίνα είδαμε και το blockbuster “Αλλάζουν και τα κουτάβια δόντια”, που με ενημερώνουν οι ειδικοί ότι θα βλέπουμε σε επανάληψη μέχρι να χρονίσει, ήτοι την κάτσαμε τη βάρκα. Διότι η Μελίνα, όπως όλα τα μωρά, μασάει. Μασάει τα κόκκαλα, τα παιχνίδια της, κάλτσες, παπούτσια, τα λούτρινα των παιδιών, τα χέρια, τα πόδια και τα μαλλιά μας, τα πόδια των τραπεζιών, καρεκλοπόδαρα, τα χαλιά, τις κουρτίνες, τις γωνίες του παρκέ, τα καλώδια, χαρτιά, περιοδικά και ό,τι άλλο βρει μπροστά της κυριολεκτικά, την έχω δει με τα μάτια μου να γλείφει και τους τοίχους. Ως αποτέλεσμα έχουμε κλάψει μέχρι στιγμής το ηλεκτρικό σκουπάκι, το καλώδιο του φορτιστή του laptop (αμφότερα στην πρίζα, από τύχη δεν έγινε το ζωντανό τας-κεμπάπ), ένα χαλάκι από κοκοφοίνικα που έγινε μαλλί της γριάς, το κάλυμμα ενός καναπέ, το κρεβάτι της, το πρώτο και το δεύτερο λουρί της, ενώ τραγικό τέλος βρήκαν στα δόντια της ο Μήτσος και ένας λούτρινος Όλαφ που έκλεψε από την ενός έτους ανιψιά μου, Ισαβέλλα, σε πρόσφατη επίσκεψή μας στο σπίτι της (της έκλεβε όμως κι εκείνη μπουσουλώντας ύπουλα το φαΐ, να τα λέμε κι αυτά). Συχνά,δε, καταπίνει κι όλας όταν μασάει, όχι μόνο την τροφή της και τα σαλιγκάρια του κήπου που τα’χει λιανίσει κανονικά (μας βγήκε γκουρμεδιάρα και γουστάρει escargots και είναι δυστυχώς η εποχή τους), αλλά και διάφορα άλλα αμφιβόλου προελεύσεως, με αποτέλεσμα όταν γυρίσαμε όλοι άρρωστοι του θανατά από την Αυστρία να έχουμε και τη Μελίνα να ξερνοβολάει παντού και να περιφέρει τα βρωμερά μουστάκια της με θλίψη μέχρι να βρει κουράγιο η ζωντανή-νεκρή μάνα της να την πλύνει.
Κι αυτή είναι χωρίς φόβο και πάθος η μισή αλήθεια για το τί σημαίνει το να αποκτήσεις ένα κουτάβι. Η άλλη μισή βρίσκεται στα χαμόγελα που έχουν κατακόρυφα αυξηθεί τον τελευταίο καιρό στο σπίτι μας, στα κελαρυστά γέλια των παιδιών μου όταν παίζουν κυνηγητό μαζί της και στα γεμάτα λατρεία μάτια τους, που από τότε που ρίχνω τη Μελίνα το πρωί στα κρεβάτια τους δεν έχουν ξαναδυσκολευτεί να ανοίξουν, στο πρόσωπο του άντρα μου που μπαίνει αργά το βράδυ κουρασμένος απ’ όσα έχει να παλέψει μέσα στη μέρα και κατευθύνεται πια αμέσως σ’ εκείνη που, λες και καταλαβαίνει, τού κάνει τα περισσότερα νάζια της και τον καταφέρνει να την παίζει πεσμένος στο πάτωμα σαν μικρό παιδί, στα γέλια που κάνουμε με τους φίλους μας κάθε φορά που διηγούμαστε τις αταξίες, τις καταστροφές και τις γκάφες της, στη βόλτα που κάνουμε οι δυο μας όταν φύγει το σχολικό όπου εκείνη μαζεύει τα χάδια και τα κομπλιμέντα όλων των περαστικών κι εγώ γεμίζω οξυγόνο και βγάζω με καθαρό μυαλό και αισιοδοξία το πρόγραμμα της ημέρας, και τέλος στην ουρίτσα της, τον πιο άμεσο και ειλικρινή τρόπο έκφρασης συναισθημάτων που γνωρίζω, όαση μέσα στην έρημο της ψευτιάς και της υποκρισίας που καλούμαι διαρκώς να αποκωδικοποιώ γύρω μου.
Η Μελίνα, λοιπόν, και κάθε κουταβάκι, είναι με μία λέξη, ευτυχία. Όπως ακριβώς ένα μικρό παιδί, σε μία διαφορετική κλίμακα. Θέλει κόπο, ενίοτε και μερικές θυσίες, αλλά οι χαρές που θα σου δώσει είναι πολλές και μεγάλες. Αρκεί να επιμείνεις λίγο στα δύσκολα και εκείνο θα σε ανταμείψει με το παραπάνω. Κι αν τυχόν το αποφασίσεις, θα ήθελα να σε παρακαλέσω να σκεφτείς και την υιοθεσία, όχι μόνο αλτρουιστικά, για να σώσεις μια ζωή αλλά και καθαρά εγωιστικά, γιατί δεν φαντάζεσαι πόση αγάπη κρύβει μέσα του ένα πλάσμα χαμένο και βασανισμένο για εκείνον που το παίρνει κοντά του και του μαθαίνει τη ζωή από την αρχή.