Posted In #TrueStory

Ο κότες ξύπνησαν!

Ο Διονύσης Σαββόπουλος τα λέει όλα, απλά και κατανοητά. Ή μήπως όχι?

Hara Chryssikopoulou-Kessaris | 01/02/2016

Όπως ίσως γνωρίζει όλος ο ντουνιάς, έχω δύο παιδάκια, 6 και 9 ετών. Αυτό σημαίνει ότι τα τελευταία τόσα χρόνια, στις μουσικές μου επιλογές προστέθηκε και η κατηγορία «παιδικά». Και όταν λέω παιδικά δεν εννοώ τον Alice Cooper που ομολογουμένως κατόρθωσα για αρκετό καιρό να επιβάλω ως «τον αστείο κύριο που τραγουδάει σαν να κάνει εμετό» ή τις «Φατσούλες» της Άννας Βίσση (αυτό, βρε, που λέει «μπορείς απόψε να βγεις, πολλές φα-τσούλες να δεις»…), για να μην με στείλει στο τρελάδικο ο Μπαρμπα-Μπρίλος στα 3ωρα ταξίδια μας, αλλά τα άλλα τα κανονικά με φουλ πεταλούδες, κουκουβάγιες, γαϊδάρους κλπ. Αφού δοκίμασα να επιβάλλω και λίγες διασκευές κλασικής μουσικής, οι οποίες κατόπιν των ανωτέρω έσκασαν σαν βωβός κινηματογράφος μετά από υπερπαραγωγή της Disney, συμβιβαστήκαμε τελικά στην κατηγορία του έντεχνου παιδικού. Πώς ήταν στα χρόνια μας η Λιλιπούπολη? Τα αντίστοιχα σημερινά, που είναι και πολλά και καλά και μερικά τα ακούω ευχαρίστως και μόνη μου.

Σε ένα από αυτά τα CD λοιπόν ανακάλυψα πρόσφατα το καταπληκτικότερο τραγούδι όλων των εποχών για τη γυναικεία χειραφέτηση. Το sequel της Μαίρης Παναγιωταρά, σε έκδοση φιλική προς ανηλίκους, η οποία όχι μόνο δεν κάθεται πλέον να της πιάνουν και τον «κώ» αλλά τα’χει βροντήξει όλα και κάνει τη ζωάρα της. Κι όλο αυτό (και εκεί είναι η υπέρτατη μαγκιά) τραγουδισμένο με πάθος όχι από μια γυναικεία φωνή αλλά από τον υπέροχο Διονύση Σαββόπουλο και με τον απολαυστικά ειρωνικό τίτλο «Ο κόκορας ξυπνάει», αφού είναι σαφές ότι οι κότες είναι αυτές που ξύπνησαν…

To story εκτυλίσσεται σε ένα σουρεαλιστικό κοτέτσι, του οποίου ο αρχηγός, ο κόκορας, ξυπνάει ένα πρωί και δε βρίσκει κότα ούτε για δείγμα. Τρέχει πανικόβλητος να βρει τις κοτούλες «του» (προσοχή στην κτητική αντωνυμία) τις οποίες έκπληκτος ανακαλύπτει στις ξαπλώστρες της πισίνας με φραπέδες και πολύχρωμα μαγιώ να κάνουν μακροβούτια και να τρώνε παγωτό (εξ ού ο σουρεαλισμός δηλαδή, διότι πού στον κόρακα έχετε δει να συνυπάρχουν pool bar και κοτέτσι…).

Ανάστατος ο κόκορας παίρνει το γλυκό του και προσπαθεί να τις καλοπιάσει για να γυρίσουν σπίτι, τάζοντάς τους (μαντέψτε…) πίτουρα πολυτελείας, γάλα στις ποτίστρες (κανονική εξαγορά) και το all time classic «θα αλλάξω και θα γίνω ο καλύτερος γαμπρός». Είναι όμως ήδη αργά… Οι κότες έχουν γίνει κουδούνια απ’ την ηλιοθεραπεία και την αναπάντεχη ευτυχία, τον αγνοούν επιδεικτικά (στην τελική ας τις πρόσεχε όσο τις είχε) και δεν θέλουν πια ούτε να ακούσουν για κοτέτσια (aka σπίτι), ποτίστρες (aka μαγείρεμα), κοκόρια (aka άντρες) και αυγά (aka παιδιά)…

Ειδική μνεία αξίζει και στο ευφυές ρεφραίν, που αποτελείται από έναν διάλογο μεταξύ κόκορα και επαναστατημένων κοτών, στο οποίο εκείνος τις καλεί αυστηρά και απειλητικά με ένα αποφασιστικό «κικιρικίκου κικιρικίκου» (μτφ. Τσακιστείτε πίσω μη σας πλακώσω παλιομουλάρες), ενώ αυτές απαντούν χασκογελώντας κοροϊδευτικά με ένα ναζιάρικο «κοκόκοκο κοκόκοκο κοκό κοκοκό» (μτφ. θα μας απαυτώσεις μία μάντρα, άι πάγαινε από δω).

Οι σκλάβες ξύπνησαν, λοιπόν, και διεκδικούν το δικαίωμά τους στην ελευθερία, την ξενοιασιά και την καλοπέραση. Προτού όμως ανακηρύξουμε εμείς οι σύζυγοι και μανούλες το συγκεκριμένο άσμα σε διαχρονικό μας ύμνο και τον αγαπημένο ούτως ή άλλως κ. Σαββόπουλο σε πρεσβευτή του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος, να μοιραστώ μαζί σας έναν μικρό προβληματισμό: Είναι άραγε τυχαίο ότι το τραγούδι μιλάει για κότες…?