Posted In #TrueStory

Tο “κοτόπουλο-γκομενοπαγίδα”

και πώς θα ήθελα να είναι γραμμένες γενικώς οι συνταγές

Hara Chryssikopoulou-Kessaris | 15/03/2016

Το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας, λίγο που έμεινα στην πόλη, λίγο η βροχή, το έριξα στη μαγειρική. Μεταξύ άλλων επιχείρησα να φτιάξω και ένα χοιρινό με δαμάσκηνα και μέλι, από συνταγή περιοδικού που είχα κρατήσει χρόνια πριν, η οποία αν δεν ήμουν πια αρκετά έμπειρη στην κουζίνα, δεν θα είχε εξελιχθεί ποτέ σε κάτι βρώσιμο, θα μαγείρευα 3 ώρες και στο τέλος θα τρώγαμε delivery. Καταρχήν είχε στην εκτέλεση καρότα, που δεν είχε στα υλικά. Δηλαδή μαγειρεύεις, είσαι πάνω από το κρέας που βράζει, ανακατεύεις ενώ ταυτόχρονα πετάς μέσα σκόρδα, κρασιά, φασκόμηλα, αλατοπίπερα κλπ και ξαφνικά διαβάζεις “βάλτε και τα καρότα”. Ποια καρότα? Στα υλικά δεν είχε καρότα! Το ψυγείο έχει καρότα? Πόσα καρότα? Νάτος ο πανικός πάνω από την καυτή κατσαρόλα. Αν προσπεράσεις αυτή την άτυχη στιγμή, και αφού έχεις κάνει νέο ρεκόρ καθαρίσματος ρημαδοκαρότων, κλείνεις το καπάκι και αφήνεις να βράσει για 1,5 ώρα. Και συνεχίζει η συνταγή “μόλις κατεβάσετε, βγάζετε τα καρότα και τα δαμάσκηνα και τα κάνετε σάλτσα με λίγο ζουμί στο blender”. Ποια δαμάσκηνα? Έχεις δει πώς γίνεται το αποξηραμένο δαμάσκηνο άμα το βράζεις 1,5 ώρα? Μωβ κονφετί κολλημένο πάνω στο κρέας. Και ποιο ζουμί? Αφού όλο το νόημα στο εν λόγω φαγητό είναι να μη μείνει ζουμί αλλά να καραμελώσει αλλιώς τζάμπα τα μέλια.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά θυμήθηκα την πρώτη μου φορά στην κουζίνα, στα 19 μου, με τρελό άγχος, καθώς το πειραματόζωό μου το είχε πολύ καλομαθημένο η μανούλα του κι εγώ το μόνο που ήξερα να μαγειρεύω τότε ήταν ο Nescafe. Έφτιαξα ένα κλασικό και αγαπημένο κοτόπουλο με μανιτάρια a la crème, προφανώς με επιτυχία, αλλιώς δεν θα το λέγαμε τώρα “γκομενοπαγίδα”, θα το λέγαμε, ας πούμε, “αντροδιώχτη”, και η επιτυχία νομίζω ότι οφείλεται αφενός στο ότι διάλεξα ένα απλό φαγητό με πιασάρικο όνομα και εμφάνιση μαγειρεμένου φαγητού (όχι, το τοστ δεν μετράει για μαγειρεμένο), και αφετέρου στο ότι έπεσα σε συνταγή που ήθελε πράγματι να μεταμορφωθεί σε φαγητό, κι όχι μόνο από τα χεράκια του Πέσκια και του Καλλίδη αλλά και από τα δικά μου που ήμουν πρωτάρα και, όχι, δεν τα ήξερα τα αυτονόητα. Ιδού λοιπόν η συνταγή της “γκομενοπαγίδας” μου, με τη μορφή που θα έπρεπε να είναι γραμμένες όλες οι συνταγές του κόσμου.

ΥΛΙΚΑ:

2 πακέτα φιλέτο από στήθος κοτόπουλου Μιμίκος*
½ ποτήρι του κρασιού** φρεσκοστυμμένο χυμό από λεμόνι
½ (και λίγο λιγότερο) ποτήρι του κρασιού λευκό κρασί***
½ (και λίγο λιγότερο) ποτήρι του κρασιού ελαιόλαδο
1 σκελίδα σκόρδο****
1 μεγάλη κονσέρβα μανιτάρια (κομμένα ή ολόκληρα, δεν μας νοιάζει)
1 κρέμα γάλακτος ΦΑΓΕ (250ml)
Αλάτι, Πιπέρι

ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ:
* Το ωμό κοτόπουλο κακά τα ψέματα είναι σιχαμερό πράγμα για μία πρωτάρα. Προσωπικά, ολόκληρα κοτόπουλα δε μαγειρεύω ούτε τώρα που είμαι πιο έμπειρη, με πιάνει το πονετικό μου έτσι που τα βλέπω με το λαιμό, τις φτερούγες τους κλπ και φαντάζομαι τους φίλους τους στο κοτέτσι να τα ψάχνουν και να μην τα βρίσκουν και μου κόβεται η όρεξη. Το φιλέτο από στήθος είναι η ευγενέστερη ωμή μορφή του στην αγορά και συνιστώ τον Μιμίκο γιατί δεν μυρίζει και έχει τις λιγότερες “αηδίες” (ίνες, ουρές, μαυράκια, κοκκινάκια κλπ).
** Ποτήρι του κρασιού εννοούμε το χαμηλό που μοιάζει με του ουίσκι. Αν το φτωχικό σου διαθέτει μόνο ψηλά κολονάτα, εννοούμε του λευκού κρασιού, όχι τα τεράστια του κονιάκ. Σε κάθε περίπτωση αν κρατήσεις τις αναλογίες στα υλικά, μέτρα τα και σε κουβαδάκια, θα τρώγεται.
*** Ένα οποιοδήποτε λευκό ξηρό κρασί. Αποφεύγεις μόνο τα αφρώδη και τη ρετσίνα. Αν μαγειρεύεις για τον καλό σου μην τσιγκουνευτείς, άσε τον Ξυδιά στο ψυγείο για άλλη περίπτωση, άνοιξε ένα ωραίο κρασάκι και βάλε και στον άνθρωπο ένα ποτηράκι να πίνει όσο περιμένει. Όσο περισσότερο πίνει, το φαΐ θα νοστιμεύει κι εσύ θα ομορφαίνεις.
**** Το σκόρδο μπορείς και να το ψιλοκόψεις αλλά ανεβάζεις το βαθμό δυσκολίας αφενός γιατί μπορεί και να βρεθείς στα επείγοντα τέτοια που είσαι και αφετέρου γιατί καίγεται πολύ γρήγορα στο τσιγάρισμα και πικρίζει. Αν προτιμάς να “ακούγεται” λιγότερο (πσσσς), βάλε ολόκληρη τη σκελίδα μέσα (με τη φλούδα). Μην ξεχάσεις όμως στο τέλος να τη βγάλεις, γιατί όποιος την πετύχει ολόκληρη στο πιάτο του θα την “ακούσει” στερεοφωνικά.
***** Πιπέρι μπορείς να βάλεις από την αρχή. Αλάτι όμως στο τέλος γιατί μόνο τότε θα μπορείς να καταλάβεις πόσο αλμυρό είναι το φαγητό. Και σε αντίθεση με άλλα σπορ, στη μαγειρική ό,τι μπαίνει, δε βγαίνει.

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ – ΤΟ ΗΜΙΣΥ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ:
Κάθε φορά που μαγειρεύεις φρόντισε να τσεκάρεις πρώτα ότι έχεις όλα τα υλικά, φέρ’τα κοντά σου και προετοίμασέ τα προτού ανοίξεις τη φωτιά, διότι ο πανικός μπορεί να οδηγήσει σε ολική καταστροφή. Εν προκειμένω:
– Τσέκαρε ότι δεν υπάρχει μπροστά σου τίποτα ληγμένο.
– Στύψε τα λεμόνια.
– Βάλε στη σειρά τα ποτηράκια με τα υγρά (λάδι, κρασί, λεμόνι).
– Καθάρισε το σκόρδο.
– Ρίξε τα μανιτάρια σε σουρωτήρι, πλύνε τα και τα άστα εκεί να στραγγίζουν.
– Τσέκαρε ότι η κρέμα είναι κλειστή και δεν άδειασε κάποιος τη μισή προχθές.
– Βρες το αλατοπίπερο. Έχει τίποτα μέσα?

ΕΚΤΕΛΕΣΗ:

  1. Κόβεις το κοτόπουλο με κοφτερό μαχαίρι σε μικρά κομματάκια, ας πούμε σαν σπιρτόκουτα ή λίγο μεγαλύτερα. Ό,τι τυχόν είναι μαύρο, κατσαρό, σκληρό κλπ το πετάς. Όσο αηδία είναι να το βλέπεις είναι και να το τρώς.
  1. Βάζεις την κατσαρόλα σε αντιστοίχου μεγέθους μάτι της κουζίνας. Το ανάβεις σε μέτρια προς δυνατή φωτιά (αν ας πούμε πάει μέχρι το 9, βάλτο στο 6) και ρίχνεις μέσα το λάδι, να απλωθεί καλά στον πάτο.
  1. Μόλις ζεσταθεί το λάδι (να βάζεις το χέρι από πάνω και να νιώθεις μια έντονη θαλπωρή), βάζεις μέσα το σκόρδο και το κοτόπουλο. Τα αφήνεις να «τσιγαριστούν» μέχρι να ασπρίσει εξωτερικά το κοτόπουλο. Για να ασπρίσει από όλες τις πλευρές το ανακατεύεις 2-3 φορές. Δεν πανικοβάλλεσαι αν κολλάει λίγο στον πάτο, το σπρώχνεις ελαφρώς χωρίς να το κάνεις κονφετί και ξεκολλάει.
  1. Μόλις ασπρίσει το κοτόπουλο στο λάδι, ρίχνεις από πάνω το λεμόνι και το κρασί. Δεν έχει σημασία η σειρά, αρκεί να πέσουν και τα δύο μέσα. Τα αφήνεις 1 λεπτάκι μέχρι να μην μυρίζει έντονα το αλκοόλ. Αυτό είναι το λεγόμενο “σβήσιμο”.
  1. Στη συνέχεια πετάς μέσα με χάρη και τα μανιτάρια κρατώντας τη μούρη σου μακριά για να μην πεταχτεί λαδάκι και στην κάνει εμπριμέ. Τα ανακατεύεις λίγο.
  1. Σκεπάζεις το φαγητό με 3 ποτήρια νερό (νεροπότηρα ντε) και προσθέτεις πιπεράκι κατά βούληση. Ένα συχνό ατύχημα είναι να ανοίξει το καπάκι από το πιπέρι και να σου πέσει όλο στην κατσαρόλα. Προσοχή!

Εδώ μπορείς και να ανεβάσεις λίγο τη φωτιά (στο 7 ας πούμε), για να μην σε βρει το ξημέρωμα, και αφήνεις το φαγητό να βράσει με μισοσκεπασμένη κατσαρόλα. Άνοιξε και τον απορροφητήρα, πλύνε και κανά πιάτο, η καλή νοικοκυρά είναι και δούλα κυρία μου, χώρια που σε λίγο δε θα’ χεις πού να ακουμπήσεις την κουτάλα. Επίσης, απαγορεύται το σεξ με αναμένη τη φωτιά, κινδυνεύεις από να σου καεί το φαγητό μέχρι να σου καεί το σπίτι.

  1. Κάποια στιγμή μετά από 45’-60’ το πολύ, θα δεις ότι έχει μείνει μέσα μόνο το λάδι και ελάχιστο νερό. Σε αυτή τη φάση ρίχνεις μέσα την κρέμα γάλακτος, ανακατεύεις και αφήνεις να πάρει 1-2 βράσεις. Αυτό το “1-2 βράσεις” που θα έχεις σίγουρα διαβάσει και αλλού είναι ξεκάθαρο bullying της έμπειρης προς την πρωτάρα, καθότι οι βράσεις, ως γνωστόν, δεν μετριούνται. Μη μασάς. Βάλε απλώς την κρέμα μέσα και μόλις κάνει τις πρώτες μπουρμπουλήθρες πες πολύ αργά από μέσα σου το εξής: “Χλου χλου χλου χλου – Παύση – χλου χλου χλου χλου” (1 λεπτό συνολικά είναι αρκετό). Αλατίζεις όσο σου αρέσει και κατεβάζεις το φαγητό από τη φωτιά αφού κουνήσεις λίγο την κατσαρόλα πέρα δώθε, τάχα μου άνεση. Έτοιμο!!!

ΜΕ ΤΙ ΝΑ ΤΟ ΦΑΩ?
Το φαγητό αυτό συνοδεύεται υπέροχα από ρύζι. Το ρύζι γενικώς είναι μια πονεμένη ιστορία, ένα πράγμα σαν το βραστό αυγό. Δήθεν πανευκολούρα αλλά, αν δεν έχεις ασιατική καταγωγή, για να γίνει σωστό θέλει τέχνη. Ευτυχώς, μας λυπήθηκε ο Uncle Ben και επινόησε αυτό το ρύζι μέσα στα ειδικά σακουλάκια, που ακολουθώντας τις οδηγίες στο κουτί το μαγειρεύει κι ο σκύλος σου με βασική εκπαίδευση. Σε κάθε περίπτωση το φαγητό τρώγεται και σκέτο με ψωμάκι και σαλάτα, στην οποία μπορείς να ρίξεις αργότερα και όλο το φταίξιμο αν έχεις κάνει καμιά βλακεία και σας πιάσει κόψιμο.
“Θα μας πείραξε η σαλάτα αγάπη μου. Κρίμα, και το φαγητό ήταν τόσο ωραίο…”